στη μνήμη της Μάρης Θεοδοσοπούλου

Το πριάρι ήταν στενόμακρο, με μια βαθειά γούβα στη μέση. Οι γωνίες του ήταν σκληρές. Σκληρές και νόστιμες.

Στη γούβα στοίβαζε το πιο πολύ βούτυρο η μάνα μου. Το βούτυρο πούφκιαχνε μόνη της.

Θυμάμαι καταλεπτώς όλη τη διαδικασία παραγωγής του. Το ψιλόλιγνο ξύλινο βαρέλι, όπου χτυπούσε το γάλα αλύπητα, και το αλλόκοτο βουρτσόξυλο, να προεξέχει δυο μέτρα έξω από το βαρέλι, σαν εκείνη τη Σάρισσα, το αρχαίο μακεδονικό δόρυ.

Άφριζε στο χείλος του βαρελιού το βούτυρο, κι η μάνα μου μάζευε τον αφρό προσεχτικά, με το κουτάλι, το άφηνε να πήξει και το άπλωνε αργότερα, φρέσκο-φρέσκο, πάνω στη φέτα πασπαλίζοντάς το με μπόλικη ζάχαρη.

«Βάλε κι άλλη ζάχαρη», την παρότρυνα. Το βούτυρο της μάνας μου ήταν πολύ πιο άσπρο από τη ζάχαρη. Κάτασπρο.

Το περιτύλιγα μόνος μου, το πριάρι, με μια μεγάλη πετσέτα, καρρώ και κόκκινη, ενώ εκείνη με κοίταζε κι έκανε το σταυρό της. «Μπα σε καλό σου, σε καλό σου», επαναλάμβανε φοβισμένη.

Στο δημοτικό σχολείο με περίμεναν πρωί-πρωί οι συμμαθητές. Δεκαετία του ’50.

Τρέχανε τα σάλια τους.

«Άργησες», με μαλώνανε όλοι μαζί, αγανακτισμένοι. «Κοντεύει να βαρέσει το κουδούνι ο δάσκαλος».

Στεκόμουν εγώ ορθός, σαν άγαλμα, ανεβασμένος πάνω στο σκαλοπάτι, κρατούσα και με τα δυο χέρια το πριάρι, όπως ακριβώς ο παπάς το Ευαγγέλιο, και πέρναγαν μπροστά μου τα παιδιά, ένας-ένας, για να δαγκώσουν.

Πλάι μου, παραστέκονταν, φρουρός ακοίμητος, ο πιο μεγαλόσωμος συμμαθητής, διπλός στο μπόι από όλους τους άλλους -είχε μείνει τρεις φορές στην Πρώτη- ο Μάμαλης.

Του ‘χε δώσει ένα ρόλο στο σκετς της Εθνικής γιορτής ο δάσκαλος, να είναι ο σκοπός, ο βιγλάτορας των Ελλήνων, για να δει πότε θα έμπαινε ο τούρκικος στρατός στα στενά των Δερβενακίων και να ειδοποιήσει τον Κολοκοτρώνη και τους κλέφτες.

Μπουκάρει λοιπόν κι αυτός, όπως ήτανε πολύ μελαχρινός κι ογκώδης, πάνω στη σκηνή, μπροστά στο Δήμαρχο, στο διοικητή της χωροφυλακής, τους επίσημους, και σ’ όλους τους κατοίκους της κωμόπολης, και φωνάζει πανικόβλητος.

«Ο Μάμαλης, ο Μάμαλης».

Και δεν έφευγε.

Δεν μπορούσε να φανταστεί πως εκεί τελείωνε ο δικός του ρόλος. Ότι αυτός ήτανε όλος κι όλος. Δεν καταλάβαινε γιατί δε σηκώνονταν να σκορπιστούν έξω από την αίθουσα, πατείς με πατώ σε, αφού αυτός τους ειδοποίησε πως ερχόταν ο Δράμαλης, από στιγμή σε στιγμή.

Έγινε ο χαμός. Πλάνταξε η πόλη στο γέλιο. Βγήκαν δυο μικρότερα παιδιά και τον έσερναν ανάποδα στα παρασκήνια.

Τούμεινε και τ’ όνομα: Μάμαλης.

Ο Μάμαλης επισκοπούσε μην και δαγκώσει κανείς μεγαλύτερη μπουκιά από τη φέτα μου. Τη φέτα με το βούτυρο και τη ζάχαρη που εγώ, μόνο την κρατούσα, γιατί ήτανε τώρα κοινή, κι όποιος τολμούσε να αδικήσει τους άλλους, αλλοίμονό του.

Περνούσε τελευταίος κι ο Νίκο Σφέτσας, έτσι έκλεινε η παράσταση. Κοντούλης πολύ. Τον ανασήκωνε ο Μάμαλης από τις μασχάλες να φτάσει να δαγκώσει κι αυτός, άνοιγε το στόμα, σα χελιδόνι, κοίταζε τον Μάμαλη, να πάρει την άδειά του, τούκανε εκείνος νεύμα, κι ο Σφέτσας δάγκωνε. Κι έκλεινε σφικτά τα ματάκια του.

Ύστερα φεύγανε οι συμμαθητές από κοντά μου, ξεχνώντας με εντελώς. Κι όλο γλύφονταν κι είχανε χείλη που γυάλιζαν από το βούτυρο και τη ζάχαρη. Και κοίταζαν στο ίδιο σημείο μακριά.

Το ψωμί που περίσσευε, το έπαιρνε από τα χέρια μου ο Μάμαλης, με κοίταζε, απίστευτα θυμωμένος μαζί μου, και δάγκωνε μια τεράστια μπουκιά. Φούσκωναν και τα δυο του μάγουλα, για να τη χωρέσουν. Μασούσε με δυσκολία, εξακολουθώντας να με κοιτάζει ερευνητικά, και απρόβλεπτα έχωνε στη μικρή χούφτα μου μια ξερή γωνία ψωμιού, ό,τι είχε απομείνει. Έναν ελάχιστο κόθρο, όπως τον λέγαμε, που εγώ τόχα για το πιο νόστιμο κομμάτι.

Όταν γύριζα από το σχολείο με παρατηρούσε η μάνα μου περίλυπη.

«Λέσιο είσαι, αδύνατο» αποφαινόταν. «Και ας σου ψήνω κάθε δεύτερη, ένα ταψί ψωμί, ένα πριάρι. Το κόβω μισοφέγγαρο, στη μέση, για να κρατάει δυο μέρες. Πού το βάζεις όλο αυτό, ήθελα να ‘ξερα».

Πριάρια ήταν οι μακρόστενες ψαρόβαρκες, βαθουλωτές στη μέση, με δυσανάλογα μακριά πλώρη και πρύμνη. Μερικές σαπίζουν ακόμα στο μώλο.

Ηρθανε και με βρήκαν, οι παλιές βάρκες του Αμβρακικού κόλπου, τα πριάρια, αφού παιδεύτηκα ώρα για να ξεθάψω αυτή τη λέξη, το όνομά τους, σε μια εποχή που οι βάρκες είναι πολύτιμες. Ακόμα και τα πριάρια. Κι εγώ δεν δύναμαι να προσφέρω, ούτε να θυμηθώ καν, εκείνη την νοστιμιά από τον κόθρο, την ελάχιστη γωνία του ψωμιού που μου αναλογούσε.

Τακτοποιούσα, ανασκάλευα, όπως κάνω όταν με περιτυλίγει η πλήξη, τη βιβλιοθήκη μου, κι έπεσα πάνω σ’ ένα μισοκαμμένο βιβλίο. Δεν έχασα καιρό, δεν άφησα την ευκαιρία να πάει χαμένη. Έσπευσα στην αναπόληση.

Κι ωστόσο, ήταν η πρώτη φορά που πέρασε από το νου μου ότι είχε δίκιο ο μοχθηρός δάσκαλος, όταν ανάγκασε τον πατέρα μου να μαζέψει όλα τα λογοτεχνικά βιβλία, «την αιτία του κακού», όπως έλεγε –βιβλία που εγώ είχα κλέψει με μέγα κίνδυνο από τη βιβλιοθήκη της Βασιλικής Πρόνοιας της πόλης –κι αυτά διάβαζα όλη την ώρα, παραμελώντας τα μαθήματά μου. Πως έκανε καλά που τον έβαλε να τα σωρεύσει στην αυλή του σπιτιού, να τα περιλούσει με πετρέλαιο και να τους βάλει μετά φωτιά.

Ότι άδικα τον μίσησα.

Και τον κακίζω τον πατέρα μου, που χίμηξε την τελευταία στιγμή, μετανιωμένος, πάνω στη φωτιά και την ποδοπατούσε, σαν αναστενάρης, και την απόσβησε. Και μούφερε πίσω, μισοκαμμένα, μέσα από τις στάχτες, δυο μόνο βιβλία που μπόρεσε να σώσει.

Την «Πείνα» του Κνουτ Χάμσον και τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Τζόναθαν Σουίφτ. Αρκετά για να με μολύνουν.

Για να σκαλίζω κάθε τόσο, αυτάρεσκα την παιδική ηλικία μου, να αναμοχλεύω το παρελθόν ή και το απρόσιτο μέλλον ακόμα, να φαντασιώνομαι ότι είμαι κι εγώ σε δράση, πως, κατά κάποιον τρόπο, μετέχω, κυρίαρχα, και βοηθάω, τους πρόσφυγες, φερ’ ειπείν, που σήμερα θαλασσοπνίγονται. Ότι τους βρίσκω βάρκες. Και τους σώζω.

Πριάρια έστω.

Γι’ αυτή, την απελπισμένη απόδραση, πληρώνω, κάθε φορά, ακριβό τίμημα. Υφίσταμαι μια πολύ σκληρή τιμωρία.

Ό,τι συμβαίνει απόψε, που πρόσφερα τη φέτα μου, μονοκόμματο το πριάρι, ένα απείραχτο μισοφέγγαρο, σε προσφυγόπουλο, για να σωθεί. Κι αυτό μου τόχωσε μέσα στο στόμα και με εξανάγκασε να το τρώω μονάχος μου, όλη νύχτα. Ξαγρυπνάει και με μπουκώνει με το ζόρι, όσο να το φάω ολόκληρο.

Κοντεύω να σκάσω από μια τέτοια ποσότητα, στριφογυρίζω σαν αρνί στη σούβλα, και το μούτρο μου γέμισε βούτυρο. Βούτυρο και ζάχαρη.

Απόψε, ένα πράγμα σκέπτομαι μόνο. Πως πρέπει οπωσδήποτε να ξυπνήσω, να σηκωθώ από το κρεβάτι και να πλυθώ. Για να μη με φάνε οι μύγες το πρωί.

Και δεν μπορώ.