Πρέπει να γραφεί εξαρχής ότι το καινούργιο μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου «Φαρμακείον εκστρατείας» δεν είναι ένα μυθιστόρημα κλασικής δομής, όση κατάχρηση και αν έχει γίνει έως σήμερα του όρου δομή. Χωρίς αυτό να αφαιρεί τη γοητεία του –αντίθετα, θα έλεγε κανείς ότι την πολλαπλασιάζει. Αν σε ένα μυθιστόρημα ορθόδοξης κατασκευής τα πρόσωπα και οι χώροι, σε συνδυασμό πάντα με το στοιχείο ενός ποικιλοτρόπως πολυπράγμονα χρόνου δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που θα χαρακτηρίσει το μυθιστόρημα ως περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέρον, στο «Φαρμακείον εκστρατείας» κάτι αντίστοιχο απουσιάζει εντελώς. Χωρίς να έχουμε βέβαια έκλειψη χώρων, αφού ένα νεκροταφείο ή ένας γενέθλιος τόπος θαυμάσια μπορεί να εξελιχθεί σε χώρο με πυκνότατη δράση, όσο και αν από τη φύση του πριμοδοτεί περισσότερο μια μορφή εξομολόγησης και αναπόλησης. Οταν επιπλέον τόσο την εξομολόγηση όσο και την αναπόληση δεν είναι ένα πλήθος προσώπων που μπορεί να τις διαχειριστούν αλλά ένας μικρός αριθμός «σεσημασμένων» ηρώων όπως ακριβώς πολύ σωστά το επιχειρεί ο Μάνος Ελευθερίου. Με τρία μόνο «σεσημασμένα» πρόσωπα στο «Φαρμακείον», τον καθαυτό συγγραφέα, τον φύλακα-κηπουρό του νεκροταφείου και μια ηλικιωμένη ζωγράφο, ενώ με τις αφηγήσεις τους και οι τρεις κάνουν τον χρόνο να τέμνεται οριζοντίως και καθέτως ώστε όση ισχύ, ζωντάνια και ιστορικότητα δίνει στον χρόνο αυτόν η επιστολή της Βασίλισσας Σοφίας σε έναν κατάδικο στις φυλακές της Αίγινας, άλλη τόση του χαρίζει το σερβίτσιο για το τσάι, μάρκας Victoria, από την Τσεχοσλοβακία, το κλεισμένο προπολεμικά στο ντουλάπι ενός νησιώτικου σπιτιού. Και αν ένα πλήθος άλλων προσώπων μάς γίνεται γνωστό χάρη στις ευθείες αφηγήσεις του συγγραφέα, του φύλακα-κηπουρού και της ζωγράφου, η σχέση τους μαζί μας, ή μάλλον η παρουσία τους μέσα στο βιβλίο, παραμένει τόσο καθοριστική και εναργής όσο αν είχαν συμβάλει δυναμικά με την επέμβασή τους στην εξέλιξη μιας υπόθεσης που φαίνεται από την αρχή δρομολογημένη σε μια σκοτεινή πλευρά του υποσυνειδήτου.

Η Ωραία του Πέραν

Μια υπόθεση όμως που την παρακολουθείς από τις πρώτες κιόλας σελίδες του «Φαρμακείου», με την καθαρότητα μιας εικόνας όπως αυτή του πατέρα του συγγραφέα που καθισμένος σε ένα παγκάκι του κήπου λαγοκοιμάται, με ανοιγμένο στα χέρια του το παλιό δακρύβρεχτο μυθιστόρημα «Η Ωραία του Πέραν», ενώ το σπίτι έχει ξεκολλήσει σιγά σιγά ολόκληρο από τα θεμέλιά του και έχει αναληφθεί στον αέρα μαζί με όσους είχε μέσα του. Μια προσγειωμένη, εμπράγματη, σχεδόν ρεαλιστική γραφή, σε προετοιμάζει για να μεταφερθείς από μια πραγματικότητα σε μιαν άλλη και ενώ ανάμεσά τους αισθάνεσαι να παρεμβάλλεται το λιγότερο μια άβυσσος, δεν έχεις την παραμικρή αμφιβολία πως όσο αυταπόδεικτη είναι η μία πραγματικότητα τόσο προφανής είναι και η άλλη. Είναι τόσο φυσιολογικός ο διάλογος του εντεύθεν με το επέκεινα, τόσο σφιχτή η δοσοληψία τους, που σχεδόν θα κατηγορούσες τον Μάνο Ελευθερίου για έλλειψη φαντασίας ή για υπερβολικό ορθολογισμό ώστε να του χρειάζεται ένα νεκροταφείο ως πλαίσιο προκειμένου το οφθαλμοφανές να αποκτά πρόσθετα στοιχεία αληθοφάνειας.

Ποιητής ο ίδιος ο Ελευθερίου, η πεζογραφία του όμως μοιάζει συγγενέστερη με την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη από ό,τι με τη δική του, με μόνη διαφορά πως οι πεθαμένοι στον Ελευθερίου, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στον δημιουργό των «Χειρογράφων του φθινοπώρου», δεν φαίνεται να λογοδοτούν ούτε στους άλλους ούτε στον εαυτό τους για την επιστροφή τους στη ζωή. Καθώς μάλιστα τη συνεχίζουν κανονικότατα, σαν να είχαν λείψει σε ταξίδι, χώρια που γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό με τα τόσα δώρα που φέρνουν μαζί τους για τους ζωντανούς.

Οσο όμως η φυσιολογική συνοίκηση των ζωντανών με τους πεθαμένους φαίνεται να τακτοποιεί λογαριασμούς που εκκρεμούσαν και για τις δύο πλευρές από πάρα πολύ παλιά, τόσο πιο δυσεπίλυτες παρουσιάζονται οι διαφορές ή οι δυσκολίες προκειμένου να έρθουν σε επαφή ανάμεσά τους όσοι εξακολουθούν να ζούνε. Οσο μάλιστα τα σκοτάδια του επέκεινα φαίνεται να γίνονται σταδιακά ανιχνεύσιμα τόσο μια πόλη, με τη φθορά των κτισμάτων και των ανθρώπων της, ορθώνεται απαγορευτική προκειμένου να αναγνωρίσει κανείς ένα πρόσωπο που κάποτε τον είχε συγκλονίσει ή μια «σχέση» που έζησε με την ανάμνησή της χωρίς καν να την έχει υποψιαστεί ο άνθρωπος με τον οποίο την είχε συνάψει, ερήμην, μαζί του.

Το ταφταδένιο φόρεμα

Οταν μια κίνηση καθημερινή εκβάλλει σε κάτι μη αναμενόμενο ή μη φυσιολογικό, όπως για παράδειγμα η μοδίστρα που, ράβοντας ένα ταφταδένιο φόρεμα ράβει πάνω του και το ίδιο της το χέρι και όταν το παίρνει είδηση η μικρή της μαθητευόμενη και της το λέει φωνάζοντας, η ίδια η μοδίστρα το μόνο που φαίνεται να αισθάνεται εκείνη τη στιγμή είναι το πόσο την έχει κουράσει η ζωή, στην ουσία πρόκειται για ένα περιστατικό απείρως πιο διαχειρίσιμο συγγραφικά για τον Ελευθερίου, παρά αν είχε να διεξέλθει ένα αυτόχρημα τραγικό συμβάν, αποτέλεσμα όμως μια γνωστής, επαληθευμένης συγκυρίας.

Μια διαχείριση τελικά περιστατικών είναι το Φαρμακείον εκστρατείας, με το ένα περιστατικό να γεννά το άλλο τόσο ομαλά ώστε η συνέχεια της γυναίκας που ράβει το χέρι της πάνω στο ταφταδένιο φόρεμα, χωρίς να αισθάνεται τον παραμικρό πόνο, να είναι η γυναίκα που ανοίγοντας την πίσω πόρτα του σπιτιού της για να βγει στον κήπο, με το δεύτερο κιόλας βήμα της βρίσκεται στο κατάστρωμα ενός μεγάλου καραβιού, κρουαζιερόπλοιου, γεμάτο μουσικές, φωνές κι ανθρώπους. Κι ενώ θα θεωρούσε κανείς πολύ φυσικό ακόμα και για ένα άκρως πετυχημένο μυθιστόρημα μια κούραση σε σχέση με τα ευρήματα ή ένα αδιέξοδο όσον αφορά αυτή καθεαυτή την έμπνευση, ο Ελευθερίου «ανοίγει» την υπόθεση του «Φαρμακείου» σε πραγματικά απίστευτο βαθμό. Ετσι ώστε η πιο αναμενόμενη συνέχεια ενός ανθρώπου που βουρλίζεται μέσα στην προσωπική του κόλαση να είναι μια ολόκληρη πόλη με τους κατοίκους της να συνωμοτούν, βάσει των όρων ενός μυστικού συμβολαίου, χωρίς ποτέ να έχουν ανταλλάξει ανάμεσά τους την παραμικρή πληροφορία.

Το ξοδεμένο αίμα
Φέρει το μυστικό ο καθένας για λογαριασμό του, προφυλάσσοντάς το μάλιστα τόσο πανικόβλητος, σάμπως κι αν το εξομολογούνταν θα ήταν δυνατόν να τον λοιδορήσουν όσοι υπεραμύνονται του ίδιου ακριβώς μυστικού. Με αποτέλεσμα η σύμπηξη ακόμη και της πιο ανατρεπτικής και απειλητικής πολιτικά οργάνωσης να μοιάζει με παιχνιδάκι, αν επιχειρούσε κανείς να τη συγκρίνει με την αντίστοιχη μιας πόλης που, με υπεραιωνόβιους κατοίκους και με θανάτους να σπανίζουν, έχει αντικαταστήσει τους νεκρούς μέσα στα φέρετρα με τα ανεπίδοτα τεκμήρια ενός μεγάλου έρωτα. Είτε πρόκειται για μια επιστολή είτε για ένα λουλούδι. Με τους ολοφυρόμενους συγγενείς, ενήμερους στη λαθροχειρία που έχει συντελεστεί, κυρίως όμως με τους παπάδες που δεν είναι παρά ηθοποιοί να δίνουν στην κηδεία τον τόνο μιας θεατρικής παράστασης που κάνει το υποκριτικά ξοδεμένο αίμα να μη διαφέρει σε τίποτε από το αίμα που για πραγματικούς λόγους έχει χυθεί.

Θέατρο και τραγούδι

Αχραντα σκεύημιας βαθιάς μεταμόρφωσης

Αν μια ειδοποιός διαφορά του Μάνου Ελευθερίου σε σχέση με άλλους πεζογράφους είναι η εσωτερικοποίηση μεγάλων πολιτικών γεγονότων ώστε η υπαρξιακή τους παράμετρος να είναι τελικά η μόνη που υφίσταται, το ίδιο ακριβώς θα έλεγε κανείς πως ισχύει σε σχέση με το θέατρο και με το τραγούδι, για την ακρίβεια με τους ηθοποιούς και τους τραγουδιστές. Σάμπως τα πιο φθαρτά στοιχεία της δουλειάς τους να μεταβάλλονται και να αιωρούνται μέσα στον χρόνο σε άχραντα σκεύη μιας βαθιάς και ουσιαστικής μεταμόρφωσης. Που είτε εκβάλλει στην κόλαση είτε στον παράδεισο, σημασία έχει πως τα φθαρτά αυτά στοιχεία μετέβαλαν το θάμβος, όπως το είχαν προκαλέσει στα μάτια ενός παιδιού, σε μια πείρα που άξιζε τον κόπο να αποκτηθεί:

«Είναι κυρίως λαμέ, μεταξωτά ή βελούδινα πολύχρωμα πουκάμισα που τα φορούσαν κατάσαρκα οι παλαιοί τραγουδιστές στα νιάτα τους, τραγουδιστές φημισμένοι στο πανελλήνιο για την εξαίσια φωνή και την εκθαμβωτική ομορφιά τους, κι αυτά τα ρούχα πράγματι κάνουν το θαύμα τους, λες και μεταγγίζουν κομμάτια από την ψυχή και το σώμα εκείνου που τα φορούσε κάποτε σ’ αυτόν που τα νοίκιασε ή τ’ αγόρασε, λες κι αυτή η αύρα μεταδίδεται στον καινούργιο κάτοχο, και δίνουν τα ρέστα τους, όπως λένε, ενθουσιάζουν και εκστασιάζουν τους ακροατές, τους οδηγούν εκεί που ονειρεύτηκε ο καθένας στη ζωή του και με το πρόσωπο που αγάπησε, χωρίς να ξέρουν φυσικά ότι αυτό οφείλεται μόνο στο ειδικό ρούχο που φορούν, ότι αυτό το ρούχο έχει τη δύναμη και τη χάρη να τους απογειώνει και να τους δίνει δύναμη και ομορφιά. Και γι’ αυτό δίνουμε τόση αξία και σημασία σ’ αυτά τα ευλογημένα ρούχα, που δεν γνώρισαν ποτέ κανέναν αγιασμό και εκκλησία, κι όμως αγίασαν στο τέλος και όσοι τα φόρεσαν».

Χρειάζεται το «Φαρμακείον Εκστρατείας» να διαβαστεί πολύ προσεκτικά ώς την τελευταία του αράδα ώστε οι κόμποι του να λυθούν με τα κλειδιά που προσφέρει το ίδιο το μυθιστόρημα. Εννοούμε ακριβώς ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν κανείς δεν γνωρίζει σήμερα ή δεν θα μπορεί να υποψιαστεί έπειτα από εκατό ή διακόσια χρόνια ποιος υπήρξε ο αυτόχειρας ποιητής που πριν πηδήξει από τον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας της οδού Μιχαλακοπούλου ειδοποίησε τον συγγραφέα (που φέρει το όνομα Ηλ και δεν είναι παρά ο ίδιος ο Μάνος Ελευθερίου) «φύγε, μας χρησιμοποιούν». Την ουσία τη διασώζει τελικά μόνο η ανωνυμία και ο Μάνος Ελευθερίου έχει συνθέσει το «Φαρμακείον Εκστρατείας» με τόσο μυστικά ευκρινή τρόπο ώστε να αρκεί συχνά η ανεπαίσθητη μνεία ενός γεγονότος ή ακόμη μια παραπλανημένη αμυδρή πληροφορία ώστε οι ζωές των ανθρώπων να ανακαλούνται όπως ακριβώς τις διεξήλθαν οι ίδιοι. Ενώ οι κρυψίνοιες, οι φοβίες και τα ανομολόγητα πάθη τους θα λάμπουν πια σ’ έναν ουδέτερο, για τις κακεντρεχείς ανθρώπινες συνειδήσεις, χρόνο.

Μάνος Ελευθερίου

Φαρμακείον εκστρατείας

Εκδ. Μεταίχμιο 2016, Σελ. 232

Τιμή: 13,30 ευρώ

Το βιβλίο κυκλοφορεί

από Δευτέρα 31 Οκτωβρίου