Ηταν ένα ασυνήθιστο εικοσιτετράωρο στο Μαξίμου. Ενα εικοσιτετράωρο που ξεκίνησε με τον Πρωθυπουργό να υποδέχεται ο ίδιος τον Αρχιεπίσκοπο και αντιπροσωπεία της Ιεραρχίας στην είσοδο του Μεγάρου. Συνεχίστηκε με την υποδοχή των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων την επόμενη ημέρα. Και τελείωσε με το κοκτέιλ πάρτι προς τιμήν των μελών των Κοινοβουλευτικών Ομάδων του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ.

Ενδιαμέσως ο Τσίπρας είχε δεχτεί για την παρθενική, πανηγυρική της συνεδρίαση και την αποκαλούμενη Επιτροπή Διαλόγου για τη Συνταγματική Αναθέωρηση –ένα άτυπο εξωκοινοβουλευτικό όργανο που προορίζεται για μια καμπάνια συλλογής ιδεών σχετικά με τις αλλαγές στον καταστατικό χάρτη.

Το ασυνήθιστο του εικοσιτετραώρου δεν έγκειται βέβαια στη μάλλον τετριμμένη απόπειρα του Πρωθυπουργού να ψυχαναλύσει τους βουλευτές του. Εγκειται, καταρχήν, στην ετοιμότητά του να σπεύσει να δεχτεί τους ιεράρχες λίγες ώρες μετά τη διατύπωση σχετικού αιτήματος από την Ιερά Σύνοδο.

Τα ανοιχτά μέτωπα για την κυβέρνηση ήταν πάρα πολλά για να αντέξει ένα ακόμη με την Εκκλησία. Τα αντανακλαστικά του Πρωθυπουργού ήταν να επιστρατεύσει την ακλόνητη προσωπική του σχέση με τον Αρχιεπίσκοπο προκειμένου να σβήσει τη φωτιά. Αυτός ο προσωπικός –και πολιτικός –δεσμός αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά ότι μπορεί να απορροφά τους κραδασμούς που προκαλούνται από την αμοιβαία καχυποψία μεταξύ Αριστεράς και Εκκλησίας.

Η ατζέντα του Ιερώνυμου

Το εσωτερικό πρόβλημα του Αρχιεπισκόπου ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές στη σύνοδο της Ιεραρχίας. Διαψεύδοντας τις εκτιμήσεις όσων ερμήνευαν την καλή σχέση του με τον Τσίπρα ως δήθεν ιδεολογική του εγγύτητα με τον προοδευτικό χώρο, ο Ιερώνυμος κατέθεσε εισήγηση 84 σελίδων όπου επαναλάμβανε τις παραδοσιακές, σκληρές θέσεις της Εκκλησίας για όλο το φάσμα των σχέσεων με την Πολιτεία –και επέκεινα. «Τι πολίτευμα θα θέλαμε;» αναρωτιόταν στην ομιλία του προς την Ιεραρχία ο Αρχιεπίσκοπος. Και απαντούσε: «Ασφαλώς όχι αυτό που ζήσαμε στη νεότερη Ελλάδα μέχρι σήμερα. Εννοώ αυτό της φρικτής καταπίεσης, εκείνο της σιωπής ή της καλώς ονομασθείσης βαβυλώνιας αιχμαλωσίας και πολιτικής πατρωνίας μας ή εκείνο των δικτατοριών και πολιτικών ανωμαλιών».

Ο υπερσυντηρητικός χαρακτήρας αυτού του δόγματος δεν εμπόδισε –όπως ποτέ δεν έχει εμποδίσει –τη λειτουργία της γέφυρας Τσίπρα – Ιερώνυμου. Η συνάντηση στην οποία, ως προνομιακός συνομιλητής του κλήρου «συλλειτούργησε» ο υπουργός Αμυνας, άφησε αμφότερες τις πλευρές ικανοποιημένες.

Ο Τσίπρας απαλλάχθηκε από ένα αχρείαστο μέτωπο με την Εκκλησία, την ηγεσία της οποίας μπορεί ακόμη να υπολογίζει στους σιωπηρούς, στρατηγικούς του συμμάχους. Ο Αρχιεπίσκοπος απέσπασε ένα αποτέλεσμα που δεν τον αφήνει έκθετο έναντι της Ιεραρχίας, στους κόλπους της οποίας ακούστηκαν τις τελευταίες ημέρες και προσκλητήρια για πόλεμο τύπου ταυτοτήτων με την κυβέρνηση. Ο εσπερινός της καταλλαγής ήταν το πρώτο κεφάλαιο του ασυνήθιστου. Το δεύτερο ήταν η υποδοχή που επεφύλαξε ο Πρωθυπουργός λίγες ώρες αργότερα στους προέδρους του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η συνάντηση γινόταν μία ημέρα μετά τις παραιτήσεις δύο αντιπροέδρων του ΣτΕ, του Χρήστου Ράμμου και της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου, από την οικεία ένωση δικαστών. Αμφότεροι ασκούσαν οξύτατη κριτική για την απόφαση του προέδρου Νικολάου Σακελλαρίου, να διακόψει τη διάσκεψη των δικαστών για τις τηλεοπτικές άδειες την προηγούμενη Παρασκευή. Σύμφωνα με τον Ράμμο, η απόφαση εκείνη ισοδυναμεί με «αρνησιδικία» από την πλευρά του προέδρου του δικαστηρίου.

Για το μισθολόγιο

Η έκπληξη ήταν ότι στο Μαξίμου, τουλάχιστον μπροστά στις κάμερες, δεν έγινε καμία νύξη για τον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης ή για το κοινωνικό «κλίμα» που είχε επικαλεστεί ο Νικόλαος Σακελλαρίου ως λόγο ματαίωσης της διάσκεψης. Στην εισήγησή του μπροστά στις κάμερες ο Πρωθυπουργός αποκάλυψε ότι η συνάντηση είχε θέμα τα μισθολογικά των δικαστών, που μέχρι σήμερα η εκάστοτε πολιτική ηγεσία συζητούσε μόνο με τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των δικαστικών ενώσεων και όχι με τους προέδρους των ανωτάτων δικαστηρίων. Ο Τσίπρας έκανε μάλιστα λόγο για «αναγκαίες αυξήσεις στους μισθούς εκείνων των λειτουργών που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας».

Αργότερα, στο πεζοδρόμιο της Ηρώδου Αττικού, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου επιστράτευε την προϋπηρεσία της ως αρχισυνδικαλίστριας του κλάδου για να συνοψίσει τα αποτελέσματα της συνάντησης. «Είμαστε ικανοποιημένοι» είπε η κυρία Θάνου. Ο λόγος της ικανοποίησης ήταν, όπως εξήγησε η «δέσμευση του Πρωθυπουργού για τη διατήρηση του μισθολογίου των δικαστών, όπως έχει».

Η συνδικαλιστική μεταμόρφωση των ανώτατων δικαστών θα ήταν είδηση, αν ο ο πρόεδρος του ΣτΕ δεν αξιοποιούσε τη σπάνια συνάντησή του με τους εκπροσώπους των ΜΜΕ για να αντεπιτεθεί στην κριτική των συναδέλφων του. Παρουσίασε τους δύο αντιπροέδρους ως εξαιρέσεις που επιχειρούν «να διαταράξουν το κλίμα ενότητος και ηρεμίας». Και –σε μια νομικώς πρωτότυπη ερμηνεία –εξήγησε ότι ο ίδιος αντιλαμβάνεται ως καθήκον των δικαστών «να πιάσουμε τον σφυγμό της ελληνικής κοινωνίας».

Η ΝΔ σχολίασε ότι η εικόνα των ανωτάτων δικαστών να διαπραγματεύονται με τον Πρωθυπουργό τις αποδοχές τους «εισπράττεται ως συναλλαγή». Ομως, για τους ανθρώπους που κινούνται στον χώρο της Δικαιοσύνης, η συνάντηση στο Μαξίμου ήταν κάτι πολύ περισσότερο από πελατειακή εξυπηρέτηση. Η απευθείας και δημόσια επικοινωνία του Τσίπρα με τους δικαστές που έχει επιλέξει για την ηγεσία της Δικαιοσύνης ήταν κυρίως ένα μήνυμα προς τους λειτουργούς των κατώτερων βαθμίδων –ένα πολιτικό σήμα προς όλο το δικαστικό σώμα.

Αν έπρεπε κανείς να αναζητήσει περαιτέρω συμβολισμούς, θα τους έβρισκε στο πρόσωπο του Νικολάου Σακελλαρίου. Ο πρόεδρος του ΣτΕ συγκεντρώνει και τα δύο στοιχεία του ασυνήθιστου εικοσιτετραώρου. Διατηρεί άριστες σχέσεις με την Εκκλησία, γεγονός που, όπως επισημαίνουν νομικοί κύκλοι, έχει αποτυπωθεί και στο νομολογιακό προφίλ του.

Ράσα και τήβεννοι από το ίδιο ύφασμα. Με όρους πολιτικής ισχύος, ο Τσίπρας έδειξε μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο ότι η φθορά στη βάση, όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, δεν συνεπάγεται αυτομάτως και φθορά στην κορυφή, στα ερείσματα που έχει αποκτήσει η κυβέρνησή του σε άλλους πυλώνες εξουσίας. Η πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση επιδιώκει τη σταθεροποίησή της χάρη σε συστήματα που μέχρι προχθές λογίζονταν ως συντηρητικά άβατα.