Εφτασα πια λίγα μέτρα από τα 60. Σήμερα κλείνω τα 55!

Είναι φορές που κάθομαι ώρες σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα σαν τις σκέψεις μου, στον κήπο, και ο νους ταξιδεύει με την πρύμη στον καιρό. Το βλέμμα χαμένο νοσταλγικά στα χρόνια που φύγαν και έντρομο σε ό,τι έρχεται καλπάζοντας.

Κι εκείνες τις ώρες είναι που νιώθεις πως, να, τώρα θ’ ακουστεί το καμπανάκι του τελευταίου γύρου, όπως στον στίβο. Τελειώνω· τώρα επιταχύνω. Να το τέρμα.

Κι αν ο δρομέας καταθέτει την τελευταία ανάσα του για να τερματίσει, εγώ δεν θέλω. Αυτή την ανάσα τη φυλάω σαν το τελευταίο πενηντάευρω κάτω από το μαξιλάρι…

Αλλη η κορδέλα που περιμένει να τυλίξει τον δρομέα κι άλλη η δική μου…

Ημασταν κάποτε αυστηροί κι αδέκαστοι. Σκληροί σαν κλείστρο πυροβόλου. Νέοι, βλέπεις. Μα όταν χίμηξαν τα χρόνια σαν πεινασμένα σκυλιά, κάποιοι μαλακώσαμε. Απ’ τις δαγκωματιές; Μπορεί!

Και τώρα βλέπω πια καθαρά όλους εκείνους που «καταδίκασα» σε έκτακτο στρατοδικείο στη συνείδησή μου να’ χουν μια πινελιά ενοχής και δέκα αθωότητας.

Ο διαιτητής που «τα πήρε», ο πρόεδρος που τον «έπιασε», ο παίκτης που στοιχημάτισε εναντίον της ομάδας του, ο παράγων που πλησίασε αντίπαλο παράγοντα, ο βοηθός διαιτητή που «έκανε ότι δεν είδε», ο δημοσιογράφος που δημοσίευσε σχεδόν αυτολεξεί το non paper που του υπαγορεύτηκε, ο δημοσιογράφος που ήταν στο pay roll της ΠΑΕ της οποίας κάλυπτε το ρεπορτάζ, ο πρόεδρος που εκβίασε, που απείλησε, που δωροδόκησε, τελικά πόσο ένοχοι και πόσο αθώοι ήταν. Ολοι είχαν ένα άλλοθι, που όταν βρίσκεσαι στην κορυφή της νιότης δεν το βλέπεις, μα όσο κατηφορίζεις στα απόκρημνα της ζωής τόσο το ανταμώνεις ή τόσο σε κυνηγάει σαν τις πέτρες που ξεσέρνεις στον κατήφορό σου.

Ο διαιτητής «τα πήρε» γιατί τα χρειαζόταν, ο πρόεδρος «έπιασε» τους αντιπάλους για να νικήσει η ομάδα του, απείλησε, εκβίασε για τον ίδιο (ιερό για εκείνον) λόγο, ο παίκτης έστησε ματς, στοιχημάτισε, είχε μειωμένη απόδοση για να συμπληρώσει το εισόδημά του, ο λακές χάιδεψε την τρέλα του αφέντη του για να αποκτήσει εύνοια, ισχύ και χρήμα. Ολοι είχαν ένα κίνητρο και όλοι επικαλέστηκαν ένα άλλοθι –ισχυρό ή σαθρό δεν έχει σημασία –όταν ήρθε η ώρα (αν ήρθε ποτέ σε κάποιους) της αυτοκριτικής ή της απολογίας.

Ακόμα και οι φόνοι έχουν τα ελαφρυντικά τους: άλλος σκοτώνει για την πατρίδα, άλλος για τη θρησκεία, άλλος για την τιμή της οικογένειας. Κι όλοι αυτοί που αδικήθηκαν, θα μου πείτε; Ολοι εκείνοι που προπηλακίστηκαν, που ζημιώθηκαν με αθέμιτα μέσα, όλοι εκείνοι που «στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες»; Ολοι αυτοί που ακολούθησαν «εκείνο το όχι –το σωστό»;

Οι επιθυμίες μου έχουν πια γίνει αναμνήσεις· επαιτώ πλέον τα «θέλω» μου και η κρίση μου έχει ντυθεί ένα προκλητικό ένδυμα κυνικότητας. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ποιοι κέρδισαν τελικά; Αυτοί που κοίμισαν τη συνείδησή τους χορτάτη ή αυτοί που την άφησαν νηστική κι ευέξαπτη;

Τελικά –κακά τα ψέματα –κάθε άγιος έχει παρελθόν. Κάθε αμαρτωλός έχει μέλλον.