Εκείνο το «αξιοθρήνητοι» (deplorables) με το οποίο η Χίλαρι Κλίντον στόλισε τους μισούς οπαδούς του Τραμπ δεν ήταν ένα ολίσθημα εν τη ρύμη του λόγου, όπως προσπάθησαν να το παρουσιάσουν η ίδια και το επιτελείο της. Ούτε αντανακλούσε απλώς κάποιο ατομικό σύνδρομο Μαρίας Αντουανέτας. Ηταν ένα από εκείνα τα παραπροϊόντα της γλωσσικής ακράτειας των πολιτικών τα οποία διαβρώνουν κατά τόπους την επιμελώς φιλοτεχνημένη δημόσια εικόνα τους, με τα ρητορικά ψιμύθιά της, και αφήνουν να φανεί κάτω από το παλίμψηστο το αληθινό υπόβαθρο της σκέψης τους: η νοοτροπία μιας κατεστημένης ελίτ.

Στον πυρήνα αυτής της νοοτροπίας, η οποία δεν πρέπει να νομίσουμε ότι περιορίζεται στις ελίτ της πολιτικής ούτε στις «αστικές» ζώνες του ιδεολογικού φάσματος, βρίσκεται η εξής αντίληψη: αφού κάθε μυαλωμένος και έντιμος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ότι αυτά που λέμε και αντιπροσωπεύουμε είναι το σωστό και πρέπον, όσοι δεν μας ακολουθούν είναι είτε αγριάνθρωποι και αχρείοι (οι deplorables της Κλίντον) είτε παραπλανημένοι, περίπου δηλαδή ηλίθιοι, άρα και αυτοί αξιολύπητοι. Η ενδιαφέρουσα διαφορά από τον εξτρεμιστή, ο οποίος καλλιεργεί στο μυαλό του μια παρόμοια πόλωση, αλλά δεν ανήκει σε κάποια ελίτ, βρίσκεται στην επίκληση της κρίσης των «μυαλωμένων»: ενώ αυτός προσανατολίζει τη δράση του σε ανορθολογικές υπαγορεύσεις του θυμικού του, οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι των συστημικών ελίτ επιστρατεύουν ως επιχείρημα τη φρόνηση, εννοώντας ουσιαστικά τη μονοσήμαντη λογική του αστού με τη βιοτική άνεση να βλέπει τα πράγματα «χωρίς πάθος», δηλαδή χωρίς ζωτικές διακινδυνεύσεις. Ετσι έχουμε το φαινομενικά παράδοξο ενός πολωτικού σχήματος με αφετηρία κάτι που προβάλλεται ως μετριοπάθεια, μιας στάσης που υποδαυλίζει το θυμικό (η οργή ή ο οίκτος και η περιφρόνηση για τους «αξιοθρήνητους») στο όνομα της νηφαλιότητας και της εχεφροσύνης.

Εδώ έχει τις ρίζες της η ραγδαία αυξανόμενη αδυναμία των συστημικών ελίτ, σε Ευρώπη και Αμερική, να επικοινωνήσουν με τους λαούς τους οποίους κυβερνούν ή νουθετούν. Σε έναν κόσμο που βρίσκεται σε διαρκή φάση αποσταθεροποίησης και τις συνέπειες τις βιώνουν, όπως πάντα, τα ασθενέστερα στρώματα, αυτές είναι παγιδευμένες σε έναν αυτοαναφορικό, αυτοεπιβεβαιωτικό τρόπο σκέψης, ο οποίος το πολύ να έχει απήχηση στις ομάδες εκείνες του πληθυσμού με τους λιγότερους λόγους να αισθάνονται πως απειλούνται. Απέναντι σε πρωτόγνωρες και δραματικές προκλήσεις, που απαιτούν επαναπροσδιορισμό βασικών πολιτικών και κοινωνιολογικών εννοιών, αυτές σκέφτονται με όρους περασμένων εποχών και κηρύσσουν επιεικώς παραπλανημένους όσους π.χ. διαμαρτύρονται στους δρόμους και στις κάλπες για τις τυφλές δημοσιονομικές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή για την απροϋπόθετη υποδοχή προσφύγων. Επιείκεια εξάλλου απρόθυμη, γιατί με πολύ μεγαλύτερη ζέση καταγγέλλουν τους πρώτους ως κακομαθημένους και τους δεύτερους συλλήβδην ως ακροδεξιούς.

Μόλις χθες μου έγραψε από το Βερολίνο ένας γερμανός φίλος, ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος και μια ζωή ψηφοφόρος των Σοσιαλδημοκρατών. Μου εξομολογήθηκε ότι στις εκλογές της περασμένης Κυριακής ψήφισε το AfD. Είχε απαυδήσει από την προσφυγική πολιτική της Μέρκελ και την ηθικολογία των άλλων κομμάτων, μίλησε για πλήθος γυναίκες που δεν τολμούν πια να πάνε σε δημοτικά κολυμβητήρια, γιατί παρενοχλούνται εκεί επιθετικά από νεαρούς μουσουλμάνους πρόσφυγες, εκτίμησε ότι τουλάχιστον τα δύο τρίτα των προσφύγων δεν έχουν καμιά πιθανότητα να ενσωματωθούν στη γερμανική κοινωνία και αγορά εργασίας, με αναπόφευκτη συνέπεια την εύκολη στρατολόγησή τους από σαλαφιστές ή την ένταξή τους σε εγκληματικές συμμορίες. Οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι των συστημικών ελίτ δεν μπορούν να κατανοήσουν αυτή τη μεταστροφή ενός συγκροτημένου σοσιαλδημοκράτη σε «ακροδεξιό» και «ρατσιστή».

Σ’ εμάς, ένα μέρος των ποικίλων ελίτ (το μεγαλύτερο) έχει παρασιτική σχέση με το κράτος, γι’ αυτό δεν το θέλησε ποτέ οργανωμένο ορθολογικά και δίκαια. Και ένα άλλο μέρος, με μεταρρυθμιστικές διακηρύξεις, δεν σκέφτηκε ποτέ πώς θα πείσει τα πιο ευπαθή στρώματα ή πώς θα απορροφήσει τις δονήσεις της παγκοσμιοποίησης. Και οι δύο μερίδες κραδαίνουν ταμπέλες με έννοιες – συνθήματα που η καταιγίδα της Ιστορίας έχει θολώσει.