Τι κοινό έχει ο πιο παραγωγικός γλύπτης της νεοελληνικής γλυπτικής –φιλοτέχνησε περισσότερα από 400 έργα –που ενέπνευσε τους Αλέκο Σακελλάριο και Χρήστο Γιαννακόπουλο για τον κινηματογραφικό τους γλύπτη Λυμπεριάδη στην ταινία «Ενας ήρως με παντούφλες» με το πρώτο θύμα της Ελληνικής Αεροπορίας και ενός από τα πρώτα παγκοσμίως; Ποιος χώρος θεωρήθηκε από τον δήμαρχο Αθηναίων Λάμπρο Καλλιφρονά ιστορικό μνημείο και τον συμπεριέλαβε στις προετοιμασίες στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 με την προοπτική να προσελκύσει ξένους επισκέπτες και ποιας σημαντικής προσωπικότητας που συνδέεται με τη Φιλική Εταιρεία το κενοτάφιο αποτελεί το πρώτο –και ίσως το μοναδικό –μνημείο «Κοιμωμένου»; Δύσκολα θα πίστευε κάποιος ότι οι απαντήσεις συγκατοικούν στις σελίδες μιας επιστημονικής μελέτης 390 σελίδων υπό τον τίτλο «Νεολληνική ταφική γλυπτική, αρχές 19ου αι. – 1940» που εξέδωσε το Ιδρυμα Παναγιώτη και Εφης Μιχελή, το οποίο έχει χρηματοδοτήσει και την πρώτη εμπεριστατωμένη και σημαντικότερη ίσως μονογραφία επί του θέματος ώς τώρα με την υπογραφή του ομότιμου καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Στέλιου Λυδάκη η οποία ήταν εστιασμένη στο Α’ Νεκροταφείο.

Και όμως, η διεξοδική έρευνα που έκαναν οι ιστορικοί τέχνης και διδάσκοντες στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και Αθηνών Δώρα Μαρκάτου, Ευθυμία Μαυρομιχάλη και Δημήτρης Παυλόπουλος σε 45 νεκροταφεία στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα με σκοπό να μελετήσουν την ταφική γλυπτική από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους –οπότε κι εισάγεται ο νεοκλασικισμός –έως το 1940, όταν το κίνημα έχει ολοκληρώσει τη μακρά πορεία του και επικρατεί πλέον το βιομηχανοποιημένο μνημείο, κρύβει πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες κι εκπλήξεις, που αφορούν όχι μόνο όσους αγαπούν την τέχνη, αλλά και την Ιστορία, τη Φιλοσοφία και την Κοινωνιολογία.

Στο επίκεντρο της νέας αυτής μελέτης που επιμελήθηκε η Μαρίνα Τσούλου και «έντυσε» φωτογραφικά ο Σωκράτης Μαυρομμάτης βρίσκεται «η αρχαιότερη γλυπτική στον κόσμο», εκείνη των ταφικών μνημείων, τα οποία «διηγούνται» την ιστορία της κοινωνίας που τα δημιούργησε και μαζί με τις επιγραφές τους συγκροτούν την «αυτοβιογραφία» της.

Τα πρώτα νεκροταφεία

Τι μαθαίνουμε λοιπόν περιδιαβαίνοντας στο διάσημο νεκροταφείο – μουσείο της Αθήνας, το οποίο ο δήμαρχος της πόλης ενόψει των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων θεώρησε ότι θα προσελκύσει τους επισκέπτες, έως τα Κοιμητήρια της Ερμούπολης και του Ναυπλίου, της Κεφαλονιάς και της Χίου; Οτι η ιστορία της νεοελληνικής ταφικής γλυπτικής αρχίζει τη στιγμή που οργανώθηκαν τα πρώτα νεκροταφεία, αφού απαγορεύτηκε διά νόμου η ταφή εντός των εκκλησιών στα μέσα του 19ου αι. και κύριος φορέας της ταφικής γλυπτικής αναδείχθηκαν οι αστοί. Το πρώτο εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής ιδρύεται στη γωνία των οδών Σταδίου και Κοραή το 1835 και ανήκει στους αδελφούς Ιάκωβο (ο οποίος ήταν αναλφάβητος) και Φραγκίσκο Μαλακατέ από την Τήνο. Ωστόσο λίγα χρόνια αργότερα, όταν θα αποφοιτήσουν οι πρώτοι σπουδαστές από το τμήμα γλυπτικής του Σχολείου των Τεχνών που άρχισε να λειτουργεί το 1847, τη θέση των μαστόρων και των λαϊκών τεχνητών θα πάρουν οι καλλιτέχνες, με τους αδελφούς Γεώργιο και Λάζαρο Φυτάλη –ιδρυτές του πρώτου οργανωμένου εργαστηρίου στην Αθήνα και φυτώριο νέων καλλιτεχνών, όπως του Δημητρίου Φιλιππότη –να αφήνουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ανάπτυξη της ταφικής γλυπτικής στην Ελλάδα, με κορυφαία στιγμή τους το εντυπωσιακό μνημείο του Μιχαήλ Τοσίτσα στο Α’ Νεκροταφείο, σε μια εποχή που δεν υπήρχε στην Αθήνα κανένα δημόσιο μνημείο πλην της Στήλης των Ιερολοχιτών στο Πεδίον του Αρεως, δημιουργώντας ουσιαστικά «τον πρώτο ανδριάντα του νεολληνικού κράτους» (1860/61).

Σημάδι κύρους και δύναμης

Tα ταφικά μνημεία που αποτελούν και τα πρώτα μνημεία της νεότερης Ελλάδας ταυτίστηκαν με «την πιστοποίηση της οικονομικής ευμάρειας, του κοινωνικού κύρους και συχνά της πολιτικής επιβολής», δημιουργήθηκαν από καλλιτέχνες που έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους στην εικόνα της Αθήνας, όπως ο Ιωάννης Κόσσος που φιλοτέχνησε τον πρώτο ελεύθερο ανδριάντα του νεοσύστατου κράτους (1864), εκείνον του Ευαγγέλη Ζάππα στην είσοδο του Ζαππείου, ή ο Λεωνίδας Δρόσης που δημιούργησε τα γλυπτά της Ακαδημίας, αλλά και το κενοτάφιο του Αλέξανδρου Υψηλάντη στον τύπο του «Κοιμωμένου», που αποτελεί (με μια εξαίρεση ενός λαϊκότροπου έργου στην Κέρκυρα) μοναδικό στη νεοελληνική τέχνη. Από τις σελίδες της μελέτης βεβαίως περνούν μεταξύ άλλων ο γλύπτης του διασημότερου έργου του Α’ Νεκροταφείου Γιαννούλης Χαλεπάς, ο δημιουργός που προώθησε την επικράτηση του ρεαλισμού στην ταφική γλυπτική και είδε μόλις δέκα χρόνια πριν από τον θάνατό του το έργο της ζωής του, τον «Ξυλοθραύστη», να αγοράζεται από τον Δήμο Αθηναίων· ο Δημήτριος Φιλιππότης· ο Ιωάννης Βιτσάρης, που αν και «αγλάισε το νεκροταφείο, ο ίδιος αγνοούμε πού είναι θαμμένος» –επιβεβαιώνοντας τον κανόνα που θέλει τους περισσότερους νεκρούς να τιμώνται με ταφικά μνημεία αντιστρόφως ανάλογα με την προσωπική τους αξία, αλλά σε απόλυτη ανταπόκριση με την οικονομική δυνατότητα της αστικής οικογένειάς τους· ο εισηγητής της μοντέρνας γλυπτικής στην Ελλάδα Μιχάλης Τόμπρος· ο καλλιτέχνης που διερεύνησε τις ποικίλες εκδοχές του μοντερνισμού στην τέχνη Γιώργος Ζογγολόπουλος.

Περιήγηση σε μικρές ιστορίες ζωής

Μετά το αναλυτικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον θεωρητικό πλαίσιο ακολουθεί η περιήγηση στα ίδια τα μνημεία με τη μορφή λημμάτων συνοδευόμενων από μικρού μεγέθους, δυστυχώς, φωτογραφίες. Κι εκεί ανακαλύπτουμε ότι ο γυμνός άγγελος που κοσμούσε τον τάφο της νεκρής αδελφής ενός πλούσιου ζακύνθιου εμπόρου – έργο του Ιωάννη Βιτσάρη – πωλήθηκε το 1970 έναντι 50.000 δρχ. και τοποθετήθηκε στο κενοτάφιο του ποιητή Ούγου Φώσκολου στη Ζάκυνθο! Γνωρίζουμε μέσα από το ταφικό της άγαλμα στο Α’ Νεκροταφείο τη Μαρία Κασσιμάτη – έργο του Δημητρίου Φιλιππότη – που κληρονόμησε τον πλούσιο σύζυγό της, διέθεσε μεγάλο μέρος σε αγαθοεργίες, ξαναπαντρεύτηκε, αλλά θέλησε να ταφεί στο μνημείο του πρώτου της συζύγου – απόφαση άνευ προηγουμένου. Βλέπουμε το μνήμα του πρώτου θύματος της Ελληνικής Αεροπορίας κι ενός από τα πρώτα παγκοσμίως, του Αλέξανδρου Καραμανλάκη, δημοσιογράφου και εκδότη της δεκαπενθήμερης εφημερίδας «Ανεξάρτητος», έργο του Μήτσου Περάκη. Και περιηγούμαστε μεταξύ άλλων στα έργα της μοναδικής γυναίκας γλύπτριας που συναντάμε στη μελέτη, της Κούλας Στεφάνου, αλλά και του Γεωργίου Δημητριάδη του Αθηναίου, του καλλιτέχνη από τον οποίο εμπνεύστηκαν οι Αλέκος Σακελλάριος και Χρήστος Γιαννακόπουλος τον γλύπτη της ταινίας «Ενας ήρως με παντούφλες».

Δώρα Φ. Μαρκάτου,

Ευθυμία Ε. Μαυρομιχάλη, Δημήτρης Παυλόπουλος

Νεοελληνική

Ταφική Γλυπτική,

Αρχές 19ου αιώνα – 1940

Εκδ. Ιδρυμα Παναγιώτη

και Εφης Μιχελή

Σελ. 385

Τιμή: 24 ευρώ