Οπως υπάρχουν συγγραφείς που λογαριάζουν τον εαυτό τους ως κάτι πολύ σπουδαίο, το ίδιο ακριβώς υπάρχουν και συγγραφείς που, συνειδητά ή ασύνειδα, τον υποτιμούν. Ετσι εξηγείται σ’ ένα πραγματικά συγκλονιστικό βιβλίο, όπως αυτό του Κώστα Βρεττάκου, η ύπαρξη ενός σχεδόν αδιάφορου τίτλου, που κάνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, τι σχέση μπορεί να έχουν οι «Ασκήσεις περιέργειας» (είναι ο τίτλος του βιβλίου) με τον απερίφραστα εξομολογητικό τόνο ενός «χρονικού» που, αν και αυτοβιογραφικό, συγκροτεί μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής. Και μάλιστα μαρτυρία συνθεμένη μ’ έναν δειλό βηματισμό, που αποδεικνύεται τελικά αποτελεσματικότερος σε σχέση με μια συνείδηση διαχείρισης του παρελθόντος που, επειδή ο γράφων το φέρει ακέραιο μέσα του, φαντάζεται πως δικαιούται να το μετέρχεται όπως τον βολεύει.

Δεν θα μπορούσε ασφαλώς να συμβεί διαφορετικά, όταν ο συγγραφέας, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ομολογεί μ’ έναν αφοπλιστικά ειλικρινή και καθόλου υποκριτικά μετριόφρονα τρόπο ότι «πάντοτε με γοήτευε η ιδέα μιας μυθιστορίας σε πρώτο πρόσωπο, με γεγονότα αληθινά, αλλά ελαφρώς παραλλαγμένα. Δυστυχώς, όμως, όλες οι εμπνεύσεις μου ήταν πάντα πλήρως αποτυχημένες. Από μικρός κουβαλούσα τη ρετσινιά του ατάλαντου. Ημουν η προσωποποίηση της μετριότητας. Ούτε ένα ανέκδοτο δεν μπορούσα να διηγηθώ υποφερτά! Σε κάθε πράξη μου προηγούνταν ο φόβος της αποτυχίας».

Αυτοϋποτίμηση

Ισως για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία η συστολή και η συστηματική αυτοϋποτίμηση ενός δημιουργού ως προς τις ικανότητές του δίνουν σε γεγονότα της μικρής και της μεγάλης ιστορίας μια λάμψη και μια αλήθεια και ταυτόχρονα μια γλύκα που έμοιαζε να τις στερεί, σε σχέση με τα γεγονότα αυτά, η βεβαιότητα πως οποιοσδήποτε θα καταπιανόταν μαζί τους θα έπρεπε να αισθάνεται πως λογοδοτεί στο παρελθόν και το μέλλον. Με χαμηλωμένο τον πήχη ο Κώστας Βρεττάκος, φτάνοντας στο τέλος των «Ασκήσεων περιέργειας», αντιλαμβάνεσαι ότι ο πήχης τελικά είχε τοποθετηθεί από μόνος του πολύ ψηλά. Με πολλαπλάσιο το αίσθημα της έκπληξης και της ανακούφισης ότι ακούς, επιτέλους, τα πράγματα να λέγονται με το όνομά τους οτιδήποτε κι αν αφορά. Εστω κι αν πρόκειται για τα Κούλουμα μιας οικογένειας αριστερών την Καθαρή Δευτέρα του 1947, στη Δραπετσώνα, με τον απολυμένο από το υπουργείο Εργασίας, όπου δούλευε, πατέρα να μην μπορεί να συμμετάσχει οικονομικά, αλλά και να μην του το επιτρέπουν οι σύντροφοί του, στο τραπέζι με τα σαρακοστιανά που γινόταν ρεφενέ. Μια σκηνή τριών σελίδων απείρως πιο εκφραστική του εμφυλιακού κλίματος της εποχής, σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο θα το ανέλυαν οι δεκάδες σελίδες μιας διατριβής με θέμα τις πολιτικές συνιστώσες της δεκαετίας 1940-1950.

Μια μικρή απορία του αναγνώστη γιατί, ενώ στις 330 σελίδες του βιβλίου όλα τα πρόσωπα αναφέρονται με το όνομά τους, είτε πρόκειται για τη χαράκτρια Βάσω Κατράκη είτε για τη Μελίνα Μερκούρη, εξαίρεση γίνεται για τον πατέρα του συγγραφέα, τον σπουδαίο ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο, που τον γνωρίζουμε στο βιβλίο με το όνομα «Λυκούργος»: πρόκειται για μια απορία που διασκεδάζεται απολύτως, φτάνει να προσέξεις το πλέον οφθαλμοφανές στοιχείο του βιβλίου. Αφιερωμένο το βιβλίο και με δεσπόζουσα στις σελίδες του τη μητέρα τού συγγραφέα Πιπίτσα –άλλωστε ο ίδιος ομολογεί ότι το έναυσμα για να το γράψει υπήρξε το γεγονός ότι ξέχασε σε μια κρίσιμή του στιγμή την επέτειο των γενεθλίων της -, η ύπαρξη του πατέρα που ως ποιητής –γνωστός και ως «ποιητής της αγάπης» –είχε ρυθμίσει, σε όποιο βαθμό, τους λογαριασμούς του με τον χρόνο, θα στερούσε στη μητέρα του τη μυθιστορηματική της συνεκφορά.

Υποψιάζεται κανείς ότι η «απουσία» του Νικηφόρου Βρεττάκου, χωρίς να έχει σχέση με «πατροκτονίες» και άλλες τέτοιου είδους ψυχαναλυτικές αηδίες, χρεώνεται κυρίως σε μια συνειδητή ή ασύνειδη διάθεση του συγγραφέα ν’ αποκτήσει η οικογενειακή μικροϊστορία, όπως τη διαχειριζόταν αποκλειστικά η μητέρα του, την εμβέλεια και τη σημασία μιας παρακαταθήκης που να έχει ένα ευρύτερο νόημα, να αφορά τον καθένα. Γραμμένες σε ένα ηλικιακό μεταίχμιο οι «Ασκήσεις περιέργειας», όπου η αγωνία ή μάλλον η έγνοια για τον βέβαιο καταποντισμό πραγμάτων ενός απολύτως προσωποπαγούς χαρακτήρα δεν φαίνεται να θολώνει στο ελάχιστο την οξύνοια του συγγραφέα –το αποδεικνύει η συχνή παρουσία ενός σωτήριου χιούμορ -, υλοποιούν δύο τουλάχιστον στόχους. Κατά πρώτον, οι καταχωνιασμένοι αλλά φροντισμένοι από τη μητέρα φάκελοι όπως ανακαλύπτονται, μετά τον θάνατό της, μέσα σ’ ένα χαρτόκουτο, με τα μαθητικά τετράδια των παιδιών της, την απολογία του άντρα της όταν απολύθηκε από το υπουργείο Εργασίας και την αίτηση της ίδιας για τον αποχαρακτηρισμό της το 1947 –αλλά και τόσα άλλα –να ενδιαφέρουν ως κατάλοιπα που θα μπορούσε να τα συναντήσει κανείς σε κάθε σπίτι –ακόμη και δεξιό! Και κατά δεύτερο, την ίδια ακριβώς στιγμή που αισθάνεται κανείς να έχει μείνει ο μοναδικός κάτοχος αναμνήσεων έτοιμων να εξαφανιστούν, την ίδια ακριβώς στιγμή τα γεγονότα που τις προκάλεσαν να αποκτούν το πραγματικό τους νόημα.

Το χνάρι

Οπως μας το λέει πολύ ωραία ο τίτλος ενός κεφαλαίου του βιβλίου, «Το ξεκλείδωμα των πραγμάτων», ευθεία αναφορά σε ένα έξοχο ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου, «Το ξεσφράγισμα των πραγμάτων». Μια «σχέση» τελικά που φωτίζει μ’ έναν παράδοξο και δραματικό τρόπο –σε βαθμό που να γίνονται σχεδόν μυθιστορηματικά –πρόσωπα συγγενικά, γονείς, παππούδες, ξαδέλφια ή φίλους του «Λυκούργου» και της Πιπίτσας, άγνωστα πια σε όλους. Τόσο μυθιστορηματικά όσο και πρόσωπα που, παρά τη δυσδιάκριτη πια παρουσία τους, υπάρχει έντονα αποτυπωμένο το χνάρι τους, ώστε αν ενδιαφερθείς να μπορείς να το πληροφορηθείς. Είτε λέγονται Κλέων Παράσχος, Μίχος Κάρης, Γιάννης Σφακιανάκης, Ιάσων Δεπούντης είτε Μίμης Δεσποτίδης, Γιώργος Κουπαρούσος, Γιάννης Λελούδας, Θέμος Αμούργης. Αν τελικά γύρευε κανείς ένα ακόμη «κλειδί» για το τι άραγε συμβαίνει με το σχεδόν αυτοβιογραφικό χρονικό του Κώστα Βρεττάκου και διαβάζεται ως ένα σχεδόν μαγικό αφήγημα, ενώ συχνά στο πρόσωπο του πατέρα «Λυκούργου» φαίνεται να «ξορκίζεται» η ποίηση, δεν θα ήταν το «κλειδί» αυτό παρά η αναγνώριση της καθημερινότητας ως μιας ακόμη υψηλότερης μορφής ποίησης, όπως τουλάχιστον μετερχόταν την καθημερινότητα αυτή η μητέρα Πιπίτσα. Συχνά ό,τι γίνεται χωρίς πρόθεση να υπάρξει, ενώ είναι βέβαιο ότι θα χαθεί, χαράσσεται πολύ πιο βαθιά στις συνειδήσεις των ανθρώπων σε σχέση με ό,τι γράφεται για να μείνει.

Το ευτύχημα με τον Κώστα Βρεττάκο είναι πως όσο κι αν φαίνεται, με τον τρόπο τουλάχιστον με τον οποίο συνθέτει το βιβλίο του, να πλειοδοτεί για μια ποίηση ανεξαργύρωτης σε δημόσιο επίπεδο εσωτερικότητας, μόνο η προοπτική της αυθεντικής και υψηλής ποίησης μπορεί τα δίδυμα του κυρ Αγάπιου –τα φωνάζανε «αγαπάκια» -, που δούλευε σ’ ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής στο Πασαλιμάνι στο τέλος της δεκαετίας του ’40, να τα εγκαταστήσει σ’ έναν ατέρμονα χρόνο.

Κώστας Βρεττάκος

Ασκήσεις περιέργειας

Εκδ. Ποταμός 2016, σελ. 328,

Τιμή: 13 ευρώ