Ο Μάνος Ελευθερίου επιστρέφει στη στιχουργική ένα μεγάλο κομμάτι από τον ποιητικό της «εγωισμό» που σπαταλήθηκε σε απλουστεύσεις κι αβασάνιστα κλισέ. Αρνείται να υποταχτεί στην ευκολία του προφανούς –δεν έχει «στυλ» και «αναγνωρίσιμο ύφος», ΕΙΝΑΙ το ύφος του και το κατευθύνει όπου τον οδηγεί η τόλμη της έμπνευσής του. Ο Μάνος δεν χάνει χρόνο με περιγραφές φυσιολατρικού παγανισμού και νοσταλγία για κάποιο παρελθόν στην εξοχή (κυριολεκτική και μεταφορική) –ζει και υποφέρει στο άστυ, γι’ αυτό γράφει με σκληρότητα και τρυφερότητα ανάμεικτη για το αστικό τοπίο, για τις φυλακές των ψυχών και των σωμάτων μέσα στα τσιμέντα και τα κλουβιά. Αγαπά το λαϊκό τραγούδι, δεν του αρέσουν όμως οι παραφθορές του, ούτε η αγιοποίηση ενός (αόριστου) «λαού» –για τον Ελευθερίου λαός είναι το σώμα και το αίμα, η Κοινωνία και η κοινωνία της, η κοινή τροφή, η τελετή, ο έρωτας κι ο θάνατος. Ελίσσεται ο στίχος του Μάνου κι όλο ξεφεύγει από τα δόκανα της μεταπολιτευτικής μας φενάκης, όλο υψώνεται εκεί που του αρμόζει: στο ποιητικό πάνθεον. Είναι μεγάλη η παράδοσή μας η ποιητική, λαμπρή, ακριβοθώρητη. Μόλις αγγίξεις το χαρτί με τη γραφίδα σου, απέναντί σου ορθώνονται οι γίγαντες προπάτορες –Ρωμανός ο Μελωδός, Κορνάρος, Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης, Παλαμάς, Καρυωτάκης, Σεφέρης, Εμπειρίκος, Ελύτης, Σαχτούρης, Καρούζος κι άλλοι πολλοί και θαυμαστοί. Αλλά και το πεζό τον καίει τον Μάνο –έχει γράψει μυθιστορήματα εξαίρετα κι όλο ο νους του τρέχει στον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό, τον Μητσάκη, τον Τσίρκα, τον Πολίτη, ενώ (έξω απ’ τα σύνορα της γλώσσας μας) σκύβει να αφουγκραστεί τον Ντοστογέφσκι και τον Κάφκα, τον Τόμας Μαν, τον Κόνραντ, τον Μέλβιλ, τη Γιουρσενάρ, τον Προυστ, τον Ναμπόκοφ, τον Φόκνερ… Μακρύς ο συνταρακτικός κατάλογος. «Κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα, δεν έχεις κάτι για να μου πεις». Κι όμως. Εχεις.

Ο Γιώργος Ανδρέου είναι μουσικοσυνθέτης