O αρθρογράφος της «Ελ Παΐς» Χαβιέρ Σαμπέδρο, γνωστός και ως ο μόνος δημοσιογράφος στον κόσμο που έχει δημοσιεύσει άρθρο στο περιοδικό «Nature», έκανε προχθές μια αποκάλυψη: παλαιότερα υπήρξε Αριστερός. Ωσπου κάποιος του επισήμανε ότι αυτό δεν είναι πλέον αρκετό. Και του έστειλε ένα τεστ από το Ιντερνετ που τοποθετεί τις πολιτικές συντεταγμένες όχι μόνο στον άξονα Αριστεράς – Δεξιάς αλλά και στον άξονα αυταρχισμού – φιλελευθερισμού. Από τότε, ο Σαμπέδρο αυτοχαρακτηρίζεται φιλελεύθερος Αριστερός, αν και με κάποιες επιφυλάξεις αφού στη χώρα του –όπως άλλωστε και στη δική μας –ο φιλελευθερισμός είναι κάτι σαν βρισιά. Ούτε αυτό όμως προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα. Στην πολύπλοκη εποχή μας, καλούμαστε καθημερινά να τοποθετήσουμε το στίγμα μας και σε άλλους άξονες, όπως εθνικισμός – διεθνισμός, θρησκεία – αθεϊσμός, πραγματισμός – ρομαντισμός, ο κόσμος της πολιτικής έχει πολλές διαστάσεις, ίσως περισσότερες κι από τις έντεκα που προτείνει η θεωρία των χορδών.

Το ίδιο ισχύει και για τα πολιτικά κόμματα. Ακόμη και αν δεχθούμε τον εξωφρενικό ισχυρισμό του ΣΥΡΙΖΑ ότι ανήκει στην Αριστερά, αυτό δεν είναι αρκετό. Ενας ξένος επισκέπτης που δεν ξέρει πρόσωπα και πράγματα θα μας ζητούσε γεωγραφικού χαρακτήρα πληροφορίες και για τους άλλους άξονες. Η απάντηση θα ήταν εύκολη, το κόμμα του Τσίπρα βρίσκεται παντού στο ένα άκρο. Είναι ένα κόμμα εθνικιστικό, όπως αποδεικνύει η συμμαχία του με τους Ανεξάρτητους Ελληνες. Είναι ένα κόμμα θρησκευτικό, όπως αποδεικνύει η σπουδή της ηγεσίας του να συναντηθεί με τον Αρχιεπίσκοπο και τρεις μητροπολίτες για να λυθούν μερικές «παρεξηγήσεις». Είναι ένα κόμμα πραγματιστικό, όπως αποδεικνύει η ευκολία με την οποία ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κλείνει την υπόθεση της ΕΛΣΤΑΤ. Είναι ένα κόμμα βαθύτατα αυταρχικό και ανελεύθερο, όπως αποδεικνύουν οι βγαλμένοι, λες, από σοβιετικό εγχειρίδιο χειρισμοί του στο ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών.

Αν ο ξένος επισκέπτης, προκειμένου να συμπληρώσει την εικόνα, μας ζητούσε να κατονομάσουμε και ένα πρόσωπο-κλειδί, ένα πρόσωπο-σύμβολο αυτής της κυβέρνησης, ίσως να χρειαζόταν λίγο περισσότερη σκέψη. Δύσκολα όμως θα καταλήγαμε σε κάποιον άλλον από τον Νίκο Παππά. Ο υπουργός Επικρατείας δεν αποφάσισε απλώς και αυθαιρέτως ότι οι τηλεοπτικές άδειες θα είναι τέσσερις, τη στιγμή που το ψηφιακό φάσμα επιτρέπει εκατοντάδες. Αποφάσισε, επιπλέον, ότι αυτό συνιστά επιταγή της, μισητής κατά τα άλλα, αγοράς. Και περιόρισε τα κριτήρια αδειοδότησης στο εξής ένα: το χρήμα. Δεν τον ενδιαφέρει ποιοι και πώς θα ενημερώνουν τον ελληνικό λαό. Δεν τον ενδιαφέρουν οι συνέπειες από το κλείσιμο τεσσάρων από τα έξι κανάλια που εξέπεμπαν σε εθνική εμβέλεια. Αυτό που τον ενδιαφέρει, αυτό που πουλάει στους εύπιστους ψηφοφόρους του, είναι ότι έστυψε και ταπείνωσε μερικούς επιχειρηματίες.

Η τελευταία φάση αυτής της σάγκας δεν μπορεί παρά να είναι η θριαμβευτική ανακοίνωση ότι μέρος του ποσού που θα εισπραχθεί θα διατεθεί υπέρ των εξαθλιωμένων συνταξιούχων, των βασανισμένων δημοσίων υπαλλήλων ή των αδικημένων αθλητών. Γιατί από τους άξονες που αναφέρθηκαν νωρίτερα λείπει ακόμη ένας: λαϊκισμός – λαϊκότητα. Κι εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ πάλι το άκρο καταλαμβάνει.