Αριστεία: «Μία ακόμα λέξη χωρίς σημαινόμενα», όπως μας σημειώνει αριστερός πανεπιστημιακός, ή ένας ακόμη όρος που γίνεται αφορμή για πολιτική αντιπαράθεση; Οι πρόσφατες αντιδικίες με αφορμή τα χρυσά μετάλλια των ελλήνων ολυμπιονικών στο Ρίο δεν φανέρωσαν απλώς μία ακόμη διαιρετική τομή μεταξύ Αριστεράς – Δεξιάς πάνω στο θέμα των «αρίστων» ή «πρώτων». Επιβεβαίωσαν πως ο πολιτικός λόγος σήμερα έχει βρει ένα νέο άγιο δισκοπότηρο για να διαιρεθεί και αυτό δεν είναι άλλο από τον τρόπο που οικειοποιείται ή κριτικάρει τον όρο αριστεία.

Η παραπάνω αμφιλεγόμενη λέξη επανήλθε από το παράθυρο του κοινοβουλευτικού λόγου, και ουσιαστικά στην πρώτη ομιλία του Αριστείδη Μπαλτά ως υπουργού Παιδείας στη Βουλή στο πρώτο επτάμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, τον Φεβρουάριο του 2015. Εκεί, με αφορμή τις προγραμματικές προθέσεις της κυβέρνησης, ο διανοούμενος υπουργός ξεκαθάρισε πως θα υπάρξουν μεταβολές στα πρότυπα και πειραματικά σχολεία, ανακοίνωσε τον διαχωρισμό τους και την εισαγωγή μαθητών με κλήρωση και όχι με εξετάσεις. «Τα πρότυπα σχολεία έχουν μακρά ιστορία, όπως π.χ. το Βαρβάκειο, η Ιωαννίδειος είναι στηριγμένα σε κληροδοτήματα με συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Αυτά κάπως επίσης πρέπει να τα επαναφέρουμε σε μια άλφα λογική και να ξανακάνουμε αυτήν τη διάκριση, αλλά προς Θεού όχι με αυτό το φοβερό πράγμα που λέγεται αριστεία. Δεν είμαστε ενάντια στις εξετάσεις γενικά, ξέρουμε όμως ότι αυτές είναι ένα τεράστιο φορτίο. Στο μέτρο του δυνατού δεν θέλουμε να έχουμε άγχη σχετικά με τις εξετάσεις. Η αριστεία είναι μια λέξη νόμιμη και χρήσιμη, αλλά όταν γίνεται κατά κάποιον τρόπο σφραγίδα που μπαίνει ή δεν μπαίνει σε ένα παιδί, αυτή η σφραγίδα το ακολουθεί για όλη του τη ζωή. Αν αποτύχεις στις εξετάσεις, δεν είσαι άριστος! Αν επιτύχεις στις εξετάσεις, σε κυνηγάει η επιτυχία σε όλη σου τη ζωή και αισθάνεσαι ότι πρέπει να αποδείξεις ότι είσαι άριστος» είχε πει παράλληλα τότε σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Σκάι τώρα» και μόλις είχε δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα σε μια νέα φιλοσοφική και βέβαια πολιτική διαμάχη.

Το πέρασµα από

τον Οµηρο στον ΣΥΡΙΖΑ

Από τις δηλώσεις Μπαλτά μέχρι σήμερα, η αριστεία έχει περάσει σε κείμενα, συνθήματα και ανακοινώσεις κομμάτων. Ο πιο «φιλευρωπαϊκός» κόσμος, επικράτεια από τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου μέχρι Το Ποτάμι, βρήκε έναν ακόμη λόγο να επιβεβαιώσει το δικό του επιχείρημα: ο ΣΥΡΙΖΑ, η Αριστερά είναι πολέμιοι της αριστείας ως υπέρμαχοι μιας στρατηγικής που θέλει την υποβάθμιση της κοινωνίας, της παιδείας, της προκοπής προς τα κάτω. Η Αριστερά πάλι, από την κυβερνώσα έως την άκρα, έχει ένα φανερό μούδιασμα προς τον όρο και όχι σπάνια τον ταυτίζει με «ολιγαρχικές» και «ελιτίστικες» τάσεις. Οι μεν που αποδέχονται τόσο ένθερμα την αριστεία, λέει η μία άποψη, διαιωνίζουν «μηχανισμούς αναπαραγωγής της κυριαρχίας». Οι δε, μέσω της γενικευμένης άρνησης της αριστείας, επιχειρούν από το παράθυρο της εκπαίδευσης να άρουν τις ταξικές διακρίσεις στην κοινωνία.

«Η αριστεία ορίζεται από την άρχουσα ιδεολογία, δηλαδή αλλάζει εννοιολογικό περιεχόμενο, αλλά οπωσδήποτε αφορά την εκπλήρωση όρων πρωτιάς στην εκπαίδευση, στη συμπεριφορά και ίσως στην έρευνα» μας λέει έτερος πανεπιστημιακός. Θα βοηθήσει στη συζήτηση ο ορισμός που δίνει ο φιλόλογος και ρέκτης της ελληνικής γλώσσας Νίκος Σαραντάκος στο ενδιαφέρον μπλογκ του: «Η αριστεία λοιπόν, λέξη ήδη της κλασικής αρχαιότητας, προέρχεται από το ρήμα αριστεύω, που αυτό είναι ομηρικό, διότι το ρητό «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» από την «Ιλιάδα» είναι παρμένο (Ζ 208). Επίσης ομηρική και η λέξη άριστος («εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης», Μ 243), από την οποία προήλθε το ρήμα. Ο άριστος είναι υπερθετικός βαθμός του αγαθός, συγκριτικός αρείων, και μπορεί να προέρχεται από το αυξητικό πρόθεμα αρι- που υπάρχει σε πολλά αρχαία επίθετα (π.χ. αρίζηλος)».

Οπλο στη μάχη

της επικοινωνίας

Πέραν όμως της ετυμολογίας ή του νοήματος, η αριστεία, όπως προείπαμε, έχει περάσει πια στη φαρέτρα της πολιτικής επικοινωνίας. «Η έννοια της αριστείας ως λέξης και ως σειράς πρακτικών έχει πολλά προβλήματα και είναι φορτισμένη. Θεωρώ πως δεν βγαίνει ούτε από τη δημοκρατική κουλτούρα ούτε από το καπιταλιστικό γλωσσάρι. Είναι φορετή από άλλη εποχή και φτιάχνει μια ένταση και μια καχυποψία» σημειώνει ο επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγής Παναγιωτόπουλος και συμπληρώνει για την πολιτική χροιά του όρου: «Νομίζω ότι είναι ένας εξοπλισμός περισσότερο ρητορικός και οι περισσότεροι οχυρώνονται πάνω σε αυτήν τη διαμάχη. Υπάρχει πάντως μια παράχρηση του όρου εκατέρωθεν».

Κι όμως, σε αυτήν τη νέα πολεμική, η Αριστερά κατέφθασε με ένα εμφανές μούδιασμα. Η Αριστερά των βιβλίων και της καλλιέργειας, η Αριστερά τού «πρώτοι στα μαθήματα, πρώτοι στους αγώνες», μοιάζει αυτές τις μέρες και με επίκεντρο την αριστεία να αναπαράγει μια παλιά συλλογιστική που οι αντίπαλοί της την ταυτίζουν με τη λογική του εξισωτισμού. «Οταν οι εκσυγχρονιστές εξανίστανται για την κατάργηση της αριστείας στην εκπαίδευση, κατ’ ουσίαν υπερασπίζονται έναν μηχανισμό αναπαραγωγής της ολιγαρχίας» σημείωνε ο αριστερός διανοούμενος Βασίλης Ξυδιάς τον περσινό Μάιο σε άρθρο του για το θέμα. Μέρος της Αριστεράς πιστεύει πως με την πολιτική μπορείς να επιφέρεις ρωγμές και να αναδιανείμεις τις ευκαιρίες για όλους. Κι εδώ εμφιλοχωρεί, όπως καταλάβατε, μια δευτερεύουσα και πιο εσωτερική αντιπαράθεση. Τμήμα του ριζοσπαστικού λόγου βλέπει ως αναγκαίο τον συνολικό κοινωνικό μετασχηματισμό για να αρθούν και οι διακρίσεις στο κομμάτι της παιδείας και άλλο τμήμα ιεραρχεί τις μεταβολές στο εποικοδόμημα ως αφετηρία συνολικότερων τομών. Ο Μπαλτάς και ο ΣΥΡΙΖΑ στοιχίζονται με αυτήν τη δεύτερη θέση που βέβαια, όπως σημειώνει ο συγγραφέας Δημοσθένης Παπαδάτος – Αναγνωστόπουλος, σήμερα μέλος της Δικτύωσης για την Αριστερά, «οι αντίπαλοι του εξισωτισμού, ειλικρινείς όσο ποτέ κατά τα άλλα, δεν έχουν πειστικές απαντήσεις. Ετσι, η αδιαφορία τους για τα πραγματικά προβλήματα της εκπαίδευσης είναι ένα μόνο από τα προβλήματα των απόψεών τους. Ενα άλλο είναι η τεράστια απόσταση από στοιχειώδεις θέσεις μιας ορισμένης κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, που εδώ και δεκαετίες επιμένει: όσα το εκπαιδευτικό σύστημα αποδίδει στην «ευφυΐα» ή σε «εγγενή χαρίσματα» δεν είναι εκ φύσεως αλλά, ως επί το πλείστον, κοινωνικά κληρονομημένα αγαθά. Σε τελική ανάλυση, αν είχαν δίκιο, προς τι η επιμονή να λέμε το πολίτευμα ακόμα δημοκρατία αντί αξιοκρατία –ή γιατί όχι και αριστοκρατία;» (12/2/2015, Rednotebook).

Η κληρονομιά

του παρελθόντος

Θα μπορούσε όμως να υπάρξει εναλλακτική του όρου, αν δεχθούμε την ολιγαρχική χροιά του; «Θα πήγαινα στην οικονομία. Θα μίλαγα για κοινωνία των ευκαιριών. Μια κοινωνία που προτάσσει την κινητικότητα. Ανεβαίνεις, πέφτεις, ξανασηκώνεσαι, κινείσαι γεωγραφικά. Καταλαβαίνω τη σκληρή αριστερή γραμμή. Μια τάση αναπασοκισμού δεκαετίας ’80, τύπου «μη στενοχωρήσουμε τα παιδιά». Eδώ συναντιέται η κουλτούρα της Αριστεράς –όπως η αντιαυταρχική εκπαίδευση –πάνω στη βάση του ελληνικού μικροαστισμού» λέει στα «ΝΕΑ» ο Παναγής Παναγιωτόπουλος που και αυτός διακρίνει τη μαχητική ορολογία που έχει σήμερα μετατραπεί σε εκατέρωθεν πολιτικό δόρυ (αν και εδώ σε άμυνα βρίσκεται η Αριστερά, για να ξέρουμε τι λέμε). Και ποια η διαφορά με τη δεκαετία του ’80; ρωτάμε τον Παναγιωτόπουλο που επιμελείται έκθεση για τη μακρινή και κοντινή δεκαετία στην Τεχνόπολη για το 2017. «Ο όρος δεν υπήρχε. Εκκρεμούσε τότε μια άλλη κοινωνική σύγκλιση σε όλα τα πεδία. Υπήρχαν λεφτά και πόροι να αναδιανεμηθούν» σημειώνει βάζοντάς μας στον πειρασμό να σκεφτούμε κάτι ακόμη: στο έδαφος του Μνημονίου, η μάχη για την αριστεία είναι οξεία σήμερα, λόγω και της σύγκλισης των δύο κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων στον οδικό χάρτη της χώρας. Σε μια συγκυρία όπου μια αναδιανομή και μια διεύρυνση των ευκαιριών δεν είναι τόσο αυτονόητες.