Την άνοιξη του 1996, ένα περιοδικό ποικίλης ύλης μού ζήτησε να πάρω συνέντευξη από τον Πύρρο Δήμα. «Μάλλον δεν είμαι ο κατάλληλος» τους είπα. «Δεν έχω ιδέα από άρση βαρών, από αθλητικά γενικά». «Μας ενδιαφέρει ο Πύρρος ως άνθρωπος» επέμειναν.

Τρέφοντας ισχυρές αμφιβολίες για το τι ενδιαφέρον μπορούσε να παρουσιάζει κάποιος ο οποίος έχει αφιερώσει τη ζωή του στο να σηκώνει σίδερα, πήγα στην Καλογρέζα.

Μολονότι είχε ήδη κερδίσει χρυσό στη Βαρκελώνη και προετοιμαζόταν για τους Αγώνες της Ατλάντα, ο Πύρρος Δήμας κατοικούσε μαζί με τη γυναίκα του και την κορούλα τους σε ένα μικρό, υγρό διαμέρισμα με ασοβάντιστους τοίχους μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο. Τον βρήκα αγουροξυπνημένο, με τη φόρμα και με τις παντόφλες, να λύνει σταυρόλεξα. «Δεν το κάνω από χόμπι» μου εξήγησε. «Βελτιώνω έτσι την ορθογραφία μου. Στη Χειμάρρα, στο σχολείο, δεν διδασκόμασταν ελληνικά».

Μου έφτιαξε καφέ, σερβίρισε στο κορίτσι ένα ρυζόγαλο και ξεκίνησε να μου μιλάει για τη ζωή του. Η διήγησή του ήταν συναρπαστική. Ξεδίπλωνε το προσωπικό του βίωμα δίχως να αυτολογοκρίνεται, χωρίς να παριστάνει τον σεμνό, ούτε και να κομπάζει όμως για τα κατορθώματά του. Θα αποτελούσε πρώτη ύλη για ταινία η περίπτωση του μπόμπιρα που το καθεστώς διέγνωσε το χάρισμά του και τον έβαλε στην πρέσα ώστε να δοξαστεί το ίδιο από τις δικές του νίκες. Η περίπτωση του εφήβου που πέταξε το καπίστρι, δραπέτευσε από την ψευτοπατρίδα-στρατόπεδο και διέσχισε τα ελληνοαλβανικά σύνορα κουβαλώντας μια πλαστική σακούλα με δυο σώβρακα και τον νεογέννητο γάτο του. «Σιγά μην άφηνα τον γατούλη πίσω!» έλαμψε το πρόσωπό του.

Το πλέον σαγηνευτικό κομμάτι ωστόσο της κουβέντας ξεκίνησε όταν περάσαμε στην άρση βαρών. Οταν μου ανέλυσε τη φιλοσοφία, τη στρατηγική και την τακτική του αθλήματος. «Τι νόμιζες; Πως φορτωνόμαστε κιλά στα κουτουρού; Ψυχολογούμε τους αντιπάλους, προετοιμάζουμε αιφνιδιασμούς, μπλοφάρουμε… Οσο παράξενο κι αν σου ακούγεται, η άρση βαρών μοιάζει με το σκάκι!». «Μόνο που οι πύργοι έχουν σάρκα και οστά, κυρίως δε μυς!» παρατήρησα. Γελώντας τρανταχτά, άνοιξε ένα τενεκεδάκι μπίρα.

Μην απατάσθε. Οι μεγάλοι αθλητές –όπως και οι σημαντικοί καλλιτέχνες –δεν είναι τίποτα ασκητές, οι οποίοι θυσιάζουν την απόλαυση της ζωής στον βωμό κάποιου ανώτερου ιδανικού. Η απόλαυση έγκειται για εκείνους ακριβώς στο άθλημά τους.

Οταν ένα παιδί χάνει την αίσθηση του χρόνου μελετώντας παρτιτούρες, δεν φθονεί τους συνομηλίκους του που αράζουν ή παίζουν. Το δικό του παιχνίδι τού φαίνεται απείρως συναρπαστικότερο. Οταν μια κοπελίτσα προβάρει μονολόγους για να δώσει εξετάσεις στη δραματική σχολή κι έχει μέσα της φλόγα, δηλαδή ταλέντο, το τελευταίο πράγμα που ονειρεύεται είναι τα εξώφυλλα, οι συνεντεύξεις, η –έτσι κι αλλιώς εφήμερη –δόξα. Ο ρόλος μαγεύει τον ηθοποιό, το κείμενο τον συγγραφέα, ο αγώνας τον αθλητή. Το χειροκρότημα έπεται. Σαν το χωνευτικό ποτό έπειτα από λουκούλλειο γεύμα.

Μπορείτε να αποθεώνετε την Αννα Κορακάκη. Να προβάλλετε πάνω της τις δικές σας φιλοδοξίες ή απωθημένα. Να ξαναβρίσκετε μέσα από τον θρίαμβό της την εθνική σας υπερηφάνεια. Μπορείτε να εξανίστασθε, κατόπιν εορτής, για λογαριασμό της –«Τι κάνει η πολιτεία;» να αναρωτιέστε σπαραξικάρδια, «Πόσο υποστήριξε την εικοσάχρονη θεά μας;» να την υιοθετείτε κατά φαντασίαν. Μπορούν οι συμπλεγματικοί, τα ερπετά των σόσιαλ μίντια, να χύνουν δηλητήριο –«Σιγά την επιτυχία!» να σχολιάζουν, «Ούτε που ξέραμε ότι υπήρχε τέτοιο άθλημα» -, σάμπως και ξέρουν, σάμπως και νοιάζονται για οτιδήποτε πέρα από τη μύτη τους. Μπορούν οι πολιτικοί να πασχίζουν, με τα συγχαρητήρια μηνύματά τους, να μπουν στο κάδρο της δόξας.

Η Αννα Κορακάκη ουσιαστικά αδιαφορεί για όλα τα παραπάνω, του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβανομένου. Το μόνο που την καίει είναι πότε θα ξαναρχίσει την προπόνηση. Πώς θα τινάξει από πάνω της τη χρυσόσκονη και θα προετοιμαστεί απερίσπαστη για την επόμενη μεγάλη αναμέτρηση.