Με τις αλλαγές της λογοτεχνικής έκφρασης στον χρόνο συμβαίνει κάτι ανάλογο με τις κοινωνικές αλλαγές. Περιμένοντας την επαναστατική τομή, που θα τη φέρει μια καινούργια θεωρία, ένα καινούργιο κίνημα, ένας ρωμαλέος προφήτης, δεν προσέχουμε αθόρυβες καινοτομίες που εξασκούν βαθιά επίδραση ή τις παρερμηνεύουμε ως υποτροπή σε παλαιότερα σχήματα.

Για παράδειγμα, από τη δεκαετία του 1980 το μυθιστόρημα έχει επανεισαγάγει εμφατικά το στοιχείο της πλοκής, που ήταν περίπου κόκκινο πανί για τους μοντερνιστές. Οι επίγονοι του μοντερνισμού είδαν σε αυτή τη στροφή μια οπισθοδρόμηση, μια συνθηκολόγηση με το μαζικό γούστο, επειδή μια συναρπαστική πλοκή υποτίθεται ότι κάνει τον αναγνώστη να αδιαφορεί για τις λεπτουργίες της γραφής, προπαντός όμως επειδή υποτίθεται ότι καλλιεργεί την ψευδαίσθηση του «ρεαλισμού», της αναπαραστατικής, οιονεί επιστημονικής αποτύπωσης μιας πραγματικότητας από έναν παντογνώστη τεχνίτη. Καταρχάς αποτελεί εξόφθαλμη αυθαιρεσία η ταύτιση της μυθοπλασίας με τον ρεαλισμό, ιδίως αυτόν του 19ου αιώνα, τον οποίο έχουν κατά νου οι επικριτές. Σημαντικότερο είναι όμως εδώ κάτι άλλο: διαφεύγει την προσοχή τους ότι η τεχνική στις νέες μυθοπλασίες (τουλάχιστον εκείνες με τις οποίες αξίζει να ασχολούμαστε) σχετικοποιεί την πληρότητα, ακόμη και την εγκυρότητα του μύθου τους. Το κάνει με διάφορους τρόπους: με τις αμφιβολίες που εκφράζει ο αφηγητής (τα υπονοούμενα «ίσως» και «ποιος ξέρει»), την γκροτέσκα υπερβολή (που οφείλει πολλά στο κόμικ), τον διπλό κώδικα του Εκο, όπου κάτω από την επιφάνεια του μύθου ένα ρεύμα διακειμενικών αναφορών φανερώνει την αφηγηματική σύμβαση ως μία από τις πολλές εκφάνσεις μιας πολύ μεγαλύτερης σύμβασης, που λέγεται λογοτεχνία, κ.λπ. κ.λπ. Με τέτοια τεχνάσματα ο συγγραφέας παρακινεί τον προσεκτικό αναγνώστη να κοιτάξει πέρα από την πλοκή, προς αυτό που είναι το πραγματικό θέμα του. Στη λογοτεχνία, και γενικά στην τέχνη, η φόρμα καθορίζει το περιεχόμενο. Αλλά δεν προηγείται αυτού, όπως φαίνεται να πιστεύει η μοντερνιστική ορθοδοξία.

Επίσης, βλέπουμε μια νέα έμφαση στην πραγματολογία, με τα ιστορικά μυθιστορήματα, τα ημιβιογραφικά μυθιστορήματα, τα «μυθοπλαστικά ντοκουμέντα», τα μυθιστορήματα που εκθέτουν με αληθινά στοιχεία αληθινές καταστάσεις σε αληθινούς τόπους. Ούτε αυτό αρέσει στους σκληροπυρηνικούς μοντερνιστές. Το θεωρούν «εγκυκλοπαιδισμό». Και πάλι όμως δεν παρατηρούν ότι η πραγματολογία εδώ δεν υπηρετεί απλώς αναπαραστατικές προθέσεις (τη διευκρίνιση «στα σημαντικά δείγματα του είδους» πρέπει να την έχουμε πάντοτε υπόψη). Είναι μάλλον το εποπτικό ή/και βιωματικό υλικό με βάση το οποίο ο συγγραφέας αναστοχάζεται μια πραγματικότητα που το υπερβαίνει και δεν μπορεί να συλληφθεί με εξωτερικές περιγραφές και αυτόματες αιτιακές συνδέσεις. Ο αναστοχασμός ιστορικών γεγονότων ή περιόδων, πολιτικών καταστάσεων ή πολιτισμικών πραγματικοτήτων, του ανθρώπινου χαρακτήρα κ.λπ. είναι από τις πιο δημιουργικές τάσεις του σύγχρονου μυθιστορήματος.

Αλλά η ίσως πιο ενδιαφέρουσα μεταβολή είναι και η πιο αφανής. Στο τυπικό μοντερνιστικό μυθιστόρημα ο πρωταγωνιστής δεν κατονομαζόταν. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Ηταν «αυτός» ή ο «Κ.», γιατί ο ισοπεδωμένος άνθρωπος της ύστερης νεωτερικότητας δεν έχει πρόσωπο, επομένως ούτε όνομα. Ο,τι όμως ξεκίνησε ως ανακάλυψη και υπόδειξη μιας πρωτόγνωρης κατάστασης κατέληξε, με τη στερεότυπη επανάληψη από καλούς και λιγότερο καλούς μοντερνιστές συγγραφείς, να μοιάζει με δογματική, κουραστική διδαχή, εχθρική προς τον άνθρωπο, τυφλή ή αδιάφορη για τις ιδιαιτερότητες των συγκεκριμένων ανθρώπινων υποκειμένων. Σε αυτό ακριβώς αντιδρά το σύγχρονο μυθιστόρημα. Ο κεντρικός χαρακτήρας του δεν είναι πια «αυτός». Εχει όνομα, ατομικές ιδιότητες και προϊστορία. Το μυθιστόρημα της εποχής μας ανακαλύπτει ξανά το ανθρώπινο υποκείμενο ως κάτι ενδιαφέρον και κοιτάζει μέσα από αυτό προς το επέκεινα της μετανεωτερικής κατάστασης, με τον ένα ή τον άλλο προσανατολισμό.