Από την ψυχρολουσία που επεφύλασσε ο Πιερ Μοσκοβισί με την επιμονή του στα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το (ξαναζεσταμένο) ευχολόγιο του Τζακ Λιου για την ανάγκη διευθέτησης του δημόσιου χρέους, οι παρεμβάσεις του διεθνούς παράγοντα αυτή την εβδομάδα περιέπλεξαν παρά ξεκαθάρισαν το σκηνικό στην ελληνική οικονομία και πολιτική.

Θυμίζοντας λίγο από Σόιμπλε, ο ευρωπαίος επίτροπος και –σύμμαχος κατά τα άλλα –πρώην γάλλος υπουργός Οικονομικών προσδιόρισε, σε σχεδόν αδιαπραγμάτευτο τόνο, μπροστά στον Τσακαλώτο το πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του Οκτωβρίου: Ξεχάστε τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από 3,5% του ΑΕΠ, εφαρμόστε πολιτικές περαιτέρω απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας και όσες μεταρρυθμίσεις προβλέπει το πρόγραμμα, πάντα με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, διεμήνυσε ορθά – κοφτά ο ευρωπαίος επίτροπος, κομίζοντας κακά «μαντάτα» για τη συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Το κακό για την ελληνική πολιτική πραγματικότητα είναι ότι οι Γάλλοι, αυτή τη φορά, δεν κάνουν υποδείξεις εκ του ασφαλούς. Πριν από λίγες μέρες πέρασαν στη Βουλή με Προεδρικό Διάταγμα και ύστερα από έναν απεργιακό γολγοθά τον νέο εργασιακό νόμο. Μ’ αυτόν ενταφιάζεται το 35ωρο, ελαστικοποιούνται τα ωράρια εργασίας, ενώ οι επιχειρησιακές συμβάσεις θα υπερισχύουν των συλλογικών. Υστερα από όλα αυτά είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι δεν θα βάλουν το στήθος τους μπροστά για να αποτρέψουν τις ομαδικές απολύσεις, ούτε άλλες αλλαγές στην ελληνική αγορά εργασίας, τις οποίες έχει υψηλά στην ατζέντα του το ΔΝΤ.

Βεβαίως, ο Πρωθυπουργός και στα εργασιακά θα μπορούσε να βαφτίσει ως αριστερή μια πολιτική περαιτέρω απελευθέρωσης «όταν δημιουργούνται θέσεις εργασίας», όπως υποστήριξε δημόσια, για πρώτη φορά, πρόσφατα για να δικαιολογήσει την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων που εφαρμόζει η κυβέρνησή του. Κάπως έτσι –αναθεματίζοντας και το νεοφιλελεύθερο ΔΝΤ –η συγκυβέρνηση θα μπορούσε να περάσει, με τις ελάχιστες δυνατές απώλειες, από τη Βουλή τη μεταρρύθμιση στα εργασιακά, αν δεν υπήρχαν άλλοι παράγοντες που καθιστούν πολύ βαρύ το κλίμα στην κοινωνία γι’ αυτή. Σε τέτοιο βαθμό που να βάζουν με επιτάσεως και άλλες, δεύτερες σκέψεις στο τραπέζι, όπως έδειξε η βιασύνη για την ψήφιση του νέου εκλογικού νόμου που γύρισε μπούμερανγκ στην κυβέρνηση.

Η κατάργηση του ΕΚΑΣ είναι γεγονός για δεκάδες χιλιάδες χαμηλοσυνταξιούχους, ενώ τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο έρχονται οι περικοπές στις επικουρικές συντάξεις. Στο ίδιο διάστημα και ενώ θα καταβάλλεται ο φουσκωμένος λογαριασμός του φόρου εισοδήματος, θα τρέχει και ο ΕΝΦΙΑ για σχεδόν όλους τους ιδιοκτήτες, ρίχνοντας κι άλλο νερό στον μύλο της δημοσκοπικής πτώσης της κυβέρνησης. Η τελευταία θα έχει μπροστά της και τον εφιάλτη τυχόν ενεργοποίησης του δημοσιονομικού κόφτη μισθών και συντάξεων τον επόμενο Απρίλιο.

Ανεξάρτητα από τον χρόνο διενέργειεας των εκλογών, η πραγματικότητα είναι μία: Ακόμη και το πιο απρόσμενο θετικό νέο να επιβεβαιωνόταν αυτή τη στιγμή, όπως η διευθέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους, μοιάζει να μην είναι ικανό να ανακόψει την κυβερνητική περιδίνηση. Εξαιτίας αυτού η κυβέρνηση έχει πέσει στην παγίδα να χαράσσει και να ασκεί πολιτική όχι με βάση τα προβήματα της χώρας, αλλά τη διαχείριση της ήττας. Και αυτό είναι ό,τι χειρότερο για την ελληνική οικονομία.