Στα δεκάξι, στα δεκαεφτά, το αίμα σου κοχλάζει. Το μυαλό σου φτερουγίζει. Ο κόσμος όλος ένα τραπέζι ξέχειλο από λιχουδιές που σε καλούν να τις γευθείς. Μέλλον σημαίνει την επόμενη στιγμή, την επόμενη μέρα, το επόμενο έστω Σαββατοκύριακο που κάνει πάρτι ο κολλητός σου. Τίποτα δεν επείγει εκτός από τον έρωτα. Αντε και το παιχνίδι.

Στα δεκάξι, στα δεκαεφτά, οι μεγάλοι σε πρήζουν με τις Πανελλαδικές. Σε αγχώνουν με την κρίση. Ο πατέρας σου βρίζει θεούς και δαίμονες. Η μάνα σου μετράει και ξαναμετράει τα λεφτά για να βγει ο μήνας. Οσο και να τους αγαπάς, όσο κι αν συμμερίζεσαι τα βάσανά τους, τους κοιτάς με μισό μάτι. Το βλέπεις καθαρά πως οι ίδιοι συνέβαλαν στη δημιουργία εκείνου που τώρα τους πνίγει. Είτε πρόκειται για το πολιτικό σύστημα είτε για τον γάμο τους. Οσο καλούς, δοτικούς, φιλελεύθερους γονείς και να ‘χεις, βρίσκεστε σε απέναντι όχθες. Ορμητική η ζωή κυλάει ανάμεσά σας.

Στα δεκάξι, στα δεκαεφτά, δεν έχεις αναλάβει –ευτυχώς –την ευθύνη του εαυτού σου. Δεν ξέρεις, παρά από διηγήσεις, τις λακκούβες, τις ολισθηρές στροφές, τα αδιέξοδα του δρόμου που ανοίγεται μπροστά σου. Ζεις με άγνοια κινδύνου. Με ψευδαίσθηση αθανασίας. Για αυτό και μέχρι τα δεκάξι, τα δεκαεφτά, πλάθονται τα όνειρα του καθενός μας. Διότι η ζωή ακόμη τότε είναι ρευστή σαν λάβα. Οχι σκληρή σαν πέτρα.

Αλίμονο στον δεκαεξάρη – δεκαεφτάρη που θα σφιχτεί για να ασκήσει με ωριμότητα το εκλογικό του καθήκον. Που σοβαροφανής και μικρομέγαλος –όπως εκείνοι που συχνάζουν στη Βουλή των Εφήβων –θα ζυγίσει τα υπέρ και τα κατά των κομμάτων. Θα παρακολουθήσει τη λογοδιάρροια των πολιτικών. Θα ταυτιστεί με το τάδε ή με το δείνα ξύλινο σύνθημα.

Οποιος δεκαεξάρης – δεκαεφτάρης αγαπάει τα νιάτα του θα βάλει μες στον φάκελο μια καρδούλα. Μια μορταδέλα. Αμα του αρέσει το διάβασμα, τη φράση «Θα φτύσω στους τάφους σας» του Μπορίς Βιάν. Θα σαμποτάρει, θα παρωδήσει όπως μπορεί, την εκλογική διαδικασία.

Γιατί η κυβέρνηση επιθυμεί να δώσει ψήφο στους δεκαεξάρηδες; Θαρρεί πως θα τους παρασύρει με το επαναστατικό δήθεν ύφος της; Πως θα τους πάρει με το μέρος της, τάζοντας κατάργηση των Πανελλαδικών, των πτυχιακών, όλων των εξετάσεων γενικά; Είναι τόσο βαθιά νυχτωμένη; Πάσχει από πρόωρο γήρας; Ή μήπως απαρτίζεται από εκ γενετής παιδαριογέροντες, οι οποίοι αγνοούν ότι ο αληθινά νέος κοιτάζει με καχυποψία και ειρωνεία το χέρι που τον κερνάει για να τον καλοπιάσει; Συχνά δε το δαγκώνει;

Ψήφος σε όσους δεν έχουν συμπληρώσει τα δεκαεφτά, κατάργηση της γραβάτας και στις επισημότερες ακόμη περιστάσεις, υπουργοί Υγείας που ανάβουν τσιγάρο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, βουλευτές που μασουλάνε στα έδρανα… Κινήσεις κατά φαντασίαν ρηξικέλευθες, επί της ουσίας δε γελοίες. Κινήσεις που πασχίζουν να καλύψουν το κενό ουσίας.

Ο χαρισματικός σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης αγνοούσε το ροκ. Ούτε κι ενδιαφερόταν να το μάθει. Επειδή όμως κινηματογραφούσε τα τεκνικολόρ μιούζικάλ του κατά την εποχή του Γούντστοκ, των «παιδιών των λουλουδιών», έντυνε τους πρωταγωνιστές του με μπαντάνες, σανδάλια, στρογγυλά γυαλιά τύπου Τζον Λένον και τους τράβαγε στα Μάταλα. Αλίμονο εάν ο Κώστας Βουτσάς, η Ζωή Λάσκαρη και ο Βασίλης Τσιβιλίκας δεν καταλάβαιναν την μπαλαφάρα κι αισθάνονταν ότι είχαν γίνει –χάρη στις μεταμφιέσεις –χίπηδες. Αλίμονο εάν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έβγαινε με τη στολή του ναυάρχου από τα πλατό της «Αλίκης στο Ναυτικό» και πήγαινε να κουμαντάρει τον στόλο.

Αναφέρομαι στους ηθοποιούς διότι είναι –όπως και οι πολιτικοί –άνθρωποι του θεάματος. Πλην του σκληρού διαρκούς μόχθου, αυτοδημιούργητοι και συγκροτημένοι. Ουδέποτε μπερδεύουν την καθημερινή ζωή και τις πρακτικές ευθύνες της με τους ρόλους τους. Κι ουδέποτε ερμηνεύουν –αντί για ρόλους –τις φαντασιώσεις και τα απωθημένα τους.