Μεταξύ των αντιδράσεων των ηγετών για το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, υπάρχει μία που δεν πρέπει να υποτιμηθεί: ο Βλαντίμιρ Πούτιν κατηγόρησε τη βρετανική ηγεσία για «αλαζονεία και επιφανειακή προσέγγιση» απέναντι σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα για την Ευρώπη. Θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ένδειξη αυταρχισμού αυτή την κριτική της άμεσης δημοκρατίας. Ομως τις ίδιες επιφυλάξεις συμμερίζονται και δημοκρατικές χώρες: το Σύνταγμα της Γερμανίας, για παράδειγμα, απαγορεύει τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων ώστε να μη βρεθεί άλλος ένας δημαγωγός να τα χρησιμοποιήσει για να πλήξει τη δημοκρατία. Από την άλλη, πολιτικοί όπως ο Μπόρις Τζόνσον θεωρούν ότι μόνο ο λαός μπορούσε να αποφασίσει για το μέλλον της Μεγάλης Βρετανίας εντός ή εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πότε είναι λοιπόν σκόπιμη η διεξαγωγή δημοψηφίσματος; Η απάντηση είναι απλή: εξαρτάται από την ερώτησή του.

Τα δημοψηφίσματα ικανοποιούν συναισθηματικά περισσότερο τους ψηφοφόρους από ό,τι οι εκλογές, διότι τους επιτρέπουν να επικεντρωθούν σε ένα θέμα με πιο βαριές συνέπειες. Οι ψηφοφόροι όμως συχνά ενδιαφέρονται ελάχιστα για την ερώτηση και βρίσκουν μέσω του δημοψηφίσματος ευκαιρία να διαμαρτυρηθούν ενάντια στο καθεστώς ή να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους περί κάποιου άλλου θέματος. Στη Γαλλία το 1969 ο Ντε Γκολ είχε υποσχεθεί πως αν έχανε το δημοψήφισμα, παρότι ήταν ελάσσονος σημασίας, θα παραιτούνταν. Ετσι οι Γάλλοι επικεντρώθηκαν σε αυτή την υπόσχεση και μετά το αποτέλεσμα της κάλπης ο γάλλος πρόεδρος αποχώρησε όπως είχε υποσχεθεί.

Το βρετανικό δημοψήφισμα, αν και μεγάλης σημασίας, φαίνεται να εκφράζει ίδιας κατηγορίας διαμαρτυρία. Επικράτησε η θέληση να τιμωρηθεί το φιλευρωπαϊκό κατεστημένο, ανεξαρτήτως του κόστος μιας τέτοιας απόφασης. Αντιθέτως, το ερώτημα του σκωτσέζικου δημοψηφίσματος το 2014, ενώ αφορούσε και αυτό ζήτημα εθνικής ταυτότητας, ήταν ξεκάθαρο. Οι ψηφοφόροι δεν μπορούσαν να επικεντρωθούν σε δευτερεύοντα ζητήματα. Επρεπε απλώς να εκφράσουν την άποψή τους σχετικά με την ανεξαρτησία της Σκωτίας.

Ετσι συνειδητοποιούμε πως η ερώτηση πρέπει να είναι ξεκάθαρη και να μην παράγει εφαπτόμενα ερωτήματα. Το βρετανικό δημοψήφισμα δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη. Η επιλογή μεταξύ του Remain και του Leave δεν ήταν αληθινή επιλογή. Ενώ η σημασία του Remain ήταν ξεκάθαρη, το Leave ήταν μια κίνηση με πολλούς και διαφορετικούς προορισμούς. Βεβαίως, η απόφαση του βρετανικού λαού δεν μπορεί να ακυρωθεί. Οπότε, το μόνο που μπορεί ακόμη να γίνει είναι ένα δεύτερο δημοψήφισμα το οποίο να φανερώνει τι είδους Brexit επιθυμούν οι Βρετανοί, αν θέλουν δηλαδή να ενταχθούν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) όπως η Νορβηγία και η Ισλανδία ή αν προτιμούν να ελέγχουν πλήρως τη μετανάστευση από την Ευρώπη, κάτι το οποίο δεν γίνεται εντός του ΕΟΧ.

Ενα τέτοιο δημοψήφισμα θα επέτρεπε στους ψηφοφόρους να επικεντρωθούν σε μία συγκεκριμένη ερώτηση. Τα πολιτικά πρόσωπα και οι θέσεις τους δεν θα έπαυαν να επηρεάζουν την κοινή γνώμη, αλλά η διαδικασία δεν θα ήταν πλέον παραπλανητική. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να ληφθεί μια κατασταλαγμένη απόφαση, η οποία θα όριζε ξεκάθαρα το μέλλον της Μεγάλης Βρετανίας.

O Κρίστοφερ Γκράνβιλ έχει υπηρετήσει στη βρετανική πρεσβεία της Μόσχας και σήμερα είναι διευθυντής του ιδρύματος Trusted Sources