Θα αρκούσε να διαβάσει κανείς το ένα από τα τρία αφηγηματικά βιβλία, το «Μόνο το αρνί», της νεαρής πεζογράφου Βασιλικής Πέτσα, σε συνδυασμό με τη μελέτη της «Οταν γράφει το μολύβι», για να αντιληφθεί το πάθος και την ιδιοτυπα, ουσιαστική όμως, λοξή ματιά με την οποία η εντελώς φρέσκια γενιά των συγγραφέων μας εγκύπτει πάνω σε χαίνουσες πληγές της ελληνικής ιστορίας. Το επιβεβαιώνει το δημοσιευμένο σήμερα λυρικά τραχύ κείμενό της.

«Οποία ανακούφισις» θα γράψει και θα εννοεί: Μετά τα άνυδρα εδάφη και την ανιαρή ομοιομορφία του τοπίου στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, «μια χώρα με δέντρα και γρασίδι· βουνά και ρυάκια […] ένας καινούργιος κόσμος, όπου οι άνθρωποι σε χαιρετούν όταν περνάς από δίπλα τους […] μια χώρα όπου όσοι σε περιβάλλουν μάχονται για τον ίδιο σκοπό»· αυτές οι πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα του Τσέστερ Oυίλμοτ, επίσημου πολεμικού ανταποκριτή της αυστραλιανής αποστολής, απαρτιζόμενης από τη 16η Ταξιαρχία της 6ης Μεραρχίας της 2ης Αυστραλιανής Αυτοκρατορικής Αεροπορίας που θα επανενωθεί για την περίσταση με τη Μεραρχία της Νέας Ζηλανδίας, αναβιώνοντας τα περίφημα σώματα Anzac.

27 Μαρτίου 1941 περιφέρονται ήδη οριενταλιστικά φιλοπερίεργοι στους δρόμους της Αθήνας –να η μαντιλοφορούσα επαρχιώτισσα που παζαρεύει κούκλες – τσολιαδάκια, o πιτσιρίκος με το πλεχτό καλάθι γεμάτο κουλούρια, οι μελαχρινές κοπέλες με την επιμελώς γυρισμένη μπουκλίτσα στο ύψος του αφτιού κι όταν ξανάρθουν (όχι τότε, πιο μετά είναι εκείνη η φωτογραφία, παρμένη μέσα από βρετανικά αεροσκάφη που στοχεύουν από ψηλά τις προσωρινά εαμοκρατούμενες φυλακές Αβέρωφ και θα πετύχουν, λέει, με τις τριάντα έξι απευθείας βολές την ανατολική και τη νότια πτέρυγα, λίγο πιο πριν η άλλη με τα βρετανικά στρατεύματα που τρέχουν στους δρόμους της Αθήνας ανάμεσα σε σφαίρες, Δεκέμβρης μήνας και διακρίνεται σε τοίχο επιγραφή μ’ ένα «Χριστός Ανέστη» ή ανάστα ο Κύριος, λιγότερο κομψά, σαν εσωτερική λεζάντα, αλλά μη χάνουμε, τέλος πάντων, τη σειρά και προπαντός από το θέμα μην ξεφεύγουμε), εκεί γύρω στο 1944 θα δουν και τoν αυτοσχέδιο πάγκο του μικροπωλητή με τις κονσέρβες, προϊόντα των Συμμάχων, που προσφέρονται σε δυσθεώρητες, κρίνουν, τιμές, ας σημειωθεί, επιμένουν, η στοίβα με το Κόκκινο Καλαμάρι, άραγε γιατί να σημειωθεί, τι αξιοπρόσεκτο βρίσκουν τα αυστραλιανά μάτια ιδίως στα κόκκινα καλαμάρια, αναρωτιόμαστε, να ξέρετε, σας βλέπουμε και κρίνουμε κι εμείς, χρόνια μετά –και αρχαιολατρικά σεβάσμιοι περπατούν, τότε, το 1941, στα μνημεία της Αθήνας, η Ακρόπολη, πρωτίστως η Ακρόπολη, «κόρες», «παρθένες», θα ονομάσουν τις Kαρυάτιδες και θα στηθούν από κάτω τους, να λιάζονται ανέμελα, τέσσερις φαντάροι –ώστε δεν «ασκούνται», μόνο, «βρίζοντας» αυτοί -, το φλερτ με την αρχαιότητα σε σέλφι, διότι έχουμε και μια εθνική ταυτότητα να ενισχύσουμε, καινούργιο κράτος είμαστε, βρε αδελφέ, εδώ οι άλλοι σας τα κλέψανε κι εμείς που δανειζόμαστε ιδέα και αέρα ενοχλούμε; Ηρθε ο καιρός να ανηφορίσουμε, εξάλλου.

Φτάνουν τα τραπεζώματα και το ραχάτι, κι έπειτα το ελληνικό κρασί καθόλου δεν σας άρεσε, ρε-τσί-να, τρεις συλλαβές, και φάγατε, υποτίθεται, όλο σας τον αθηναϊκό καιρό με τα ελληνικά να βγάλετε άκρη, enough κι ο τουρισμός· μαζέψτε τα νομίσματα (το κορόνα ή γράμματά σας με δύο κέρματα), το τρένο αναχωρεί, μικροσκοπικοί, αδιάφοροι σταθμοί θα σας προσπερνάνε βιαστικοί απ’ τα ανοιχτά παράθυρα ώσπου να φτάσετε στη Λάρισα και πιο βαθιά, μα και πιο βόρεια, Κοζάνη. Aυτή είναι η δεύτερη Ελλάδα που ψάχνετε για το διαφημιστικό: αμόλυντη, αθώα, απλοϊκή –με άλλα λόγια, επαρκώς βουκολική. Join the army, να σώσουμε όλοι μαζί τον ρεαλιστικό πρωτόπλαστο με τα αβγά στις τσέπες, δώρο ή ανταλλαγή για δυο κουβέντες φιλικές (me, you, nice, strong) ή για ξερά μπισκότα, το αξίζουν οι στιβαρές γυναίκες με τα πόδια τα στραβά και τις φαρδιές λεκάνες, που σκάβουν και καθαρίζουν τους δρόμους –οι άντρες λείπουν στον στρατό –και θα ‘ναι σαν απρόσωποι αγγελοπουλικοί κομπάρσοι, παραταγμένες με το καλό φόρεμα, το τακουνάκι, το παλτό και την τσαντούλα ανά χείρας –να μας δουν ανθρώπους όπου πάμε, ότι κυρίες κι εμείς, μη μας περιφρονήσουν –και δίπλα τα συμπράγκαλα όπως όπως στοιβαγμένα, ξέχειλα, βαλίτσες, κουβέρτες, μαντίλια, τα παιδιά ακίνητα, στοχαστικά, ένα μπουλούκι εδεμικών εξορίστων που αναμένουν πορεία προς τον Νότο από τα Σέρβια, με φόντο τον μισογκρεμισμένο τοίχο που γράφει «Ραπτομηχαναί».

Ή, πάλι, στην Τσαριτσάνη, λίγες μέρες αργότερα. Οι γερμανικοί βομβαρδισμοί έφτασαν κι εκεί, θα βοά η πεδιάδα, θα πνίγεται στη σκόνη, οι άνθρωποι – μυρμήγκια του κάμπου σκαρφαλώνουν στα πλαϊνά του Ολύμπου, χώνονται σαν σκορπιοί σε ανοίγματα και ρωγμές, ιδού η ευκαιρία να διαπρέψουν η διεθνής αλληλεγγύη και η συντροφικότητα, να λάμψουν ο στρατιωτικός ηρωισμός και η ανδρεία, μα πού έχει τον νου του ο George Silk, αυτές τις προδιαγραφές του έδωσε η Αυστραλιανή Υπηρεσία Πληροφοριών; Προς τι το ζουμάρισμα στα πρόσωπα, το παιδάκι που σφιχταγκαλιάζει την κατσικούλα που ανέβασε μαζί του, η τσακισμένη μάνα με τα δυο παιδιά της και το πρόσωπο – βράχο, οι τενεκέδες νερό από χέρι σε χέρι, με το πόδι να γλιστρά, σε ποιες προπαγανδιστικές αφίσες, σε ποια περιοδικά στρατιωτικού ενδιαφέροντος να χωρέσουν; Πήξαμε στον ανθρωπισμό και στις Ντοροθέες Λανγκ, δουλειά, να ξέρετε, δεν γίνεται έτσι, Χόρι εδώ, Χόρι εκεί, Χόρι με το παλτό του, Χόρι στο σακίδιο του Μούντι, ανιχνευτής γερμανικών βομβών στην Ελασσόνα και ταχυδρόμος με μαντίλι στον λαιμό όταν φτάσατε, οπισθοδρομώντας, στην Κρήτη, ο αιγύπτιος σκύλος, αλλά φτάνει, συγκινηθήκαμε, εντάξει· κοντόφθαλμοι μικρόνοες των γραφείων, χαρτογιακάδες του άμεσου συμφέροντος, κάπως πρέπει να διασκεδάζει κι ο ερευνητής, ο ερασιτέχνης ιστοριοδίφης ή ο Κολόμβος του Διαδικτύου, τρόπον τινά να συγκινείται, δεν το γνωρίζετε, αλλά με κάτι τέτοια, από ανάλογα, συντηρούνται τα αρχεία, Ιφιγένεια ή σφαχτό, ο Χόρι, που κιχ δεν έβγαλε στο υπερπόντιο ταξίδι, όταν τον μυρίστηκε, παράνομο μετανάστη στην Αυστραλία, η Υγειονομική Υπηρεσία; Διαλέξτε, κυνικοί κι ονειροπόλοι.

Ανιχνεύοντας αναδρομικά τα βήματα του Αλλου στον οικείο χώρο, ξέρω, οφείλει να επιστρέφει κανείς ψυχρά το βλέμμα. Κι όμως στέκομαι –δόκανο η αναγνώριση –στη δική μου αγαπημένη φωτογραφία, τεκμήριο 007759, από το διαδικτυακό αρχείο του Αυστραλιανού Μνημείου Πολέμου. «Το ‘λεγε η καρδιά τους», των γερόντων που απέμειναν στα χωριά, όταν οι νεότεροι υποχρεώθηκαν να καταταγούν. Μοιράστηκαν τα όπλα που τους πρόσφεραν οι Αυστραλοί και ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές, αυτά συμπλήρωνε ο φωτογράφος στη φόρμα που συνοδεύει τη φωτογραφία και άλλες αντίστοιχες. Κρατώ το γέλιο που ισορροπεί στο σβηστό τσιγάρο, το τέντωμα του στέρνου, την παλάμη που σφίγγει το λουρί του όπλου, τον Ανθρωπο όπως τον γνώρισα, που πάντα θα επικαλείται «εγκρεμότητες» («έχουμε εγκρεμότητες», θα απαντήσει με αυτάρεσκη αοριστία ο γέροντας βοσκός, που ψάχνει τον πατέρα μου, στη γειτόνισσα, σύζυγο γιατρού, που τον ρωτάει γιατί τον ψάχνει), τον Ανθρωπο που θα ζητάει να πληρώσει δέκα, κι όχι ένα, εισιτήρια (όπως στο «Λεωφορείο της συμφοράς», ταινία του Σλόμπονταν Σίτζαν, ο φτωχός χωρικός, θιγμένος, όταν ο κοστουμαρισμένος συνεπιβάτης ζητά εκ μέρους του οίκτο – ατέλεια από τον εισπράκτορα), τον Ανθρωπο που, κωμικά αλλά και τρυφερά περήφανος, θα στέκεται αιωνίως στις μύτες των ποδιών του.