Μιλώντας πρόσφατα με μια γνωστή πολιτικό, κάπως παροπλισμένη σήμερα, μου έκανε εντύπωση με πόσο πάθος διάβαζε λογοτεχνία, κυρίως ξένη. Δεν ξέρω αν ήταν εξίσου δραστήρια φιλαναγνώστρια και τον καιρό που «ήταν στα πράγματα», σκέφτηκα όμως ότι θα έκανε καλό στους πολιτικούς μας να περάσουν για ένα διάστημα στην αγρανάπαυση για να καλλιεργήσουν τη γλωσσική αισθητική τους και να οξύνουν τις ευαισθησίες τους. Τους ακούς να τσιτάρουν Καβάφη ή Σεφέρη ή Ελύτη, καμιά φορά και Σαίξπηρ, αλλά τα τσιτάτα μοιάζουν τόσο ξένα στο πνευματικό προφίλ και το πολιτικό ήθος τους ώστε υποψιάζεσαι αμέσως ότι από πίσω τους βρίσκονται ικανοί λογογράφοι.

Σχετικά πρόσφατα γνώρισα επίσης δύο ανώτατους δικαστικούς –αυτοί εν ενεργεία. Ο ένας αναλύει τον Ντοστογιέφσκι με μια οξυδέρκεια που θα ζήλευαν οι περισσότεροι λογοτεχνικοί κριτικοί και διαβάζει με ζήλο Φίλιπ Ντικ, στο πρωτότυπο μάλιστα. Ο άλλος με εξέπληξε όχι μόνο για τις λογοτεχνικές γνώσεις του αλλά και για την ικανότητά του να επεξεργάζεται ιδέες από όλο το φάσμα της ιστορίας της φιλοσοφίας, την οποία φαίνεται να κατέχει πολύ καλά. Ανάμεσα στους δικαστικούς, γενικά τους ανθρώπους με νομική παιδεία, συναντάς αναγνώστες λογοτεχνίας με πιο ανοιχτό μυαλό και πιο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις από ό,τι οι φιλόλογοι, οι κριτικοί, ακόμη και οι περισσότεροι συγγραφείς, καθώς και πιο δημιουργικούς εραστές της φιλοσοφίας σε σύγκριση με το σύνολο σχεδόν των ακαδημαϊκών δασκάλων του αντικειμένου. Αλλά αποτελούν και αυτοί μειοψηφία στον χώρο τους. Πράγμα σοβαρότερο, το δημόσιο αποτύπωμα της σκέψης τους είναι αχνό.

Παραπονιόμαστε συχνά ότι οι Ελληνες δεν διαβάζουν. Η αλήθεια είναι ότι διαβάζουν πολύ περισσότερο από ό,τι σε παλιότερες εποχές, αν και οι αναγνωστικές επιλογές τους είναι όλο και λιγότερο προσωπικές. Το κύριο πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι δεν διαβάζουν πια οι ελίτ μας και ότι οι εξαιρέσεις, οσοδήποτε λαμπρές, όπως στην περίπτωση των δύο δικαστικών, συνήθως δεν έχουν γενικότερη επιρροή στη δημόσια σφαίρα ανάλογη με το πνευματικό ανάστημά τους. Κάποτε ένας Ελευθέριος Βενιζέλος μετέφραζε Θουκυδίδη και φιλόσοφοι όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος επένδυαν ανώτατα πολιτειακά αξιώματα, μολονότι πρέπει να παραδεχτούμε ότι αυτούς τους δύο η φιλοσοφία δεν τους έκανε επιδραστικούς πολιτικούς –αλλά μήπως τα κατάφερε καλύτερα σε αυτό κοτζάμ Πλάτων; Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν είχε μόνο μια ευαισθησία για τον πολιτισμό που μάταια θα αναζητήσει κανείς σε μεταγενέστερους ιθύνοντες της ελληνικής πολιτικής αλλά και ένα οξύτατο καλλιτεχνικό αισθητήριο (με την ευκαιρία, η ρητορική δεινότητά του έβγαζε διατυπώσεις με λογοτεχνική φρεσκάδα και χάρη αποφθέγματος, ενώ ο γιος του εξαπέλυε φράσεις με χαρακτήρα συνθήματος). Ο Ηλίας Ηλιού ήταν ο τελευταίος πολιτικός της ελληνικής Αριστεράς που η καλλιέργεια και η σπιρτάδα της σκέψης του τού επέτρεπαν να γράφει πρωτότυπα άρθρα και δοκίμια για καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής του, αναδεικνύοντας και την πολιτική διάστασή τους.

Το πρόβλημα φαίνεται πως είναι παγκόσμιο. Ο Κέινς ήταν μέλος του πρωτοποριακού λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού και φιλοσοφικού κύκλου Bloomsbury, έχοντας συνομιλητές όπως η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Ε.Μ. Φόρστερ. Μοιάζει απίστευτο αυτό, όταν βλέπουμε και ακούμε τους στεγνούς οικονομολόγους που δεσπόζουν σήμερα στις δημόσιες συζητήσεις για την κρίση του συστήματος. Φταίει σε μεγάλο βαθμό η υπερεξειδίκευση, που παράγει αυταρέσκεια και μονόδρομη σκέψη. Η Χάνα Αρεντ είχε πει ότι μια καλοειπωμένη ιστορία έχει μεγαλύτερο εννοιολογικό πλούτο από οποιοδήποτε θεωρητικό κείμενο. Οι απλοί φίλοι της λογοτεχνίας το ξέρουν αυτό. Οι σημερινές ελίτ δείχνουν να το αγνοούν. Είναι και αυτός ένας λόγος της οικουμενικής αποτυχίας τους.