Ο Μπιλ Κάνιγχαμ, που έφυγε από τη ζωή την περασμένη εβδομάδα στα 87 του χρόνια, υπήρξε ένας θρυλικός φωτογράφος. Οχι επειδή δούλευε για τους «New York Times». Αλλά επειδή ήταν γνώστης ενός κλειστού οικοσυστήματος και διέθετε την απεριόριστη υπομονή ενός κυνηγού που παραμονεύει το θήραμά του. Μόνο που δεν το εντόπιζε στην υδάτινη θάλασσα αλλά στα κύματα του κόσμου που περνούσαν μπροστά από τα μάτια του. Συνήθως στις τέσσερις γωνιές της Πέμπτης Λεωφόρου και της 57ης Οδού. Για δεκαετίες στεκόταν εκεί και για άπειρες ώρες παρατηρούσε τα πλήθη. «Μείνε εδώ σε αυτό το σημείο της Νέας Υόρκης και θα δεις όλον τον κόσμο. Το καλοκαίρι βλέπεις τους παραθεριστές και τους ευρωπαίους ταξιδιώτες. Τα Χριστούγεννα βλέπεις ανθρώπους από τις Μεσοπολιτείες και την Ιαπωνία. Ολοι τους βρίσκονται εδώ» είχε γράψει ο ίδιος σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο στους «New York Times» περιγράφοντας τη δουλειά του.

Μια δουλειά που σε μισή σελίδα της εφημερίδας δημιουργούσε με το κολάζ των εικόνων του το Zeitgeist του Μανχάταν. Το συνέθετε επιλέγοντας στιγμιότυπα του δρόμου και των κοινωνικών εκδηλώσεων της Νέας Υόρκης. Και το συμπλήρωνε με τις ειδικές περιπτώσεις των εβδομάδων μόδας στο Παρίσι. Οταν με σχολαστική επιμέλεια παρακολουθούσε μέσα από τον φακό του τις πασαρέλες του πρετ α πορτέ και της υψηλής ραπτικής κι έστελνε τις ανταποκρίσεις του στο αμερικανικό έντυπο. Φρόντιζε μάλιστα να τις συμπληρώνει και με εικόνες από τις αφίξεις των προσκεκλημένων στα ντεφιλέ. Οι στυλιστικές αυτοψίες του Μπιλ Κάνιγχαμ άρχισαν ήδη από τη δεκαετία του ’60. Τότε που έφυγε από ένα σόου του Οσκαρ ντε λα Ρέντα επειδή άκουσε από τον δρόμο φωνές διαδηλωτών να διαμαρτύρονται για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. «Ηξερα ότι τα νέα δεν βγαίνουν στα σαλόνια αλλά κυκλοφορούν στους δρόμους».

ΣΤΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ. Ο Κάνιγχαμ δεν επεδίωξε να φωτογραφίσει ποτέ τους όμορφους ανθρώπους. Τα «ενδιαφέροντα ρούχα» τραβούσαν το βλέμμα του, ο τρόπος ντυσίματος της νιότης, η παράξενη μετατόπιση ενός γιακά, η λεπτομέρεια στον ώμο ενός παλτoύ, ο απρόβλεπτος συντονισμός εμφάνισης κάποιας συγκεκριμένης απόχρωσης. Ο πλάνητας της μητρόπολης διέκρινε μέσα στο πλήθος την εξέχουσα μονάδα από τα ρούχα που φορούσε. Η απροσμέτρητη σε ώρες παραμονή του στο προσφιλές σημείο της Πέμπτης Λεωφόρου τού αποκάλυπτε τα σημεία των καιρών. Διάβαζε από τα παπούτσια τις αλλαγές στη στάση του σώματος, τις κλιματικές ανακατωσούρες στα ντυσίματα του ζεστού χειμώνα ή της χιονισμένης άνοιξης. Ή πάλι συλλάμβανε με τον φακό του ύποπτα νέα αντικείμενα όπως τις It-bags και τις κόκκινες σόλες που δέσποζαν και ευδοκιμούσαν στα γκρίζα λιθόστρωτα της Νέας Υόρκης.

Οπως όταν στις αρχές του 2000 εντόπισε στους δρόμους την εισβολή των ψηλών τακουνιών και της θεόρατης πλατφόρμας. Ο Κάνιγχαμ έγραφε στο συνοδευτικό κείμενο της σελίδας του: «Το στυλ που κυριαρχεί στην υψηλή μόδα της Νέας Υόρκης είναι τα μακριά πόδια χάρη στα μποτάκια έως τον αστράγαλο και μια νέα στάση του σώματος. Κάθε εποχή έχει μια καθοριστική στάση και προς το παρόν αυτή η στάση έχει να κάνει με τα σταυρωτά πόδια σαν μοντέλο σε αναμονή ή σαν χορεύτρια με πουέντ. Το κλειδί σε αυτήν την εμφάνιση είναι το μποτάκι έως τον αστράγαλο (ankle boot), είτε με τακούνια στιλέτο είτε σε σχήμα πλατφόρμας. Και αυτό που εκτινάσσει τη σιλουέτα στην κορυφή είναι η απορριπτική εμφάνιση των ποδιών με βαριές μπότες πάνω από το γόνατο. Που μεταμορφώνουν τις γάμπες σε πόδια χορευτριών νυχτερινών θεαμάτων».

«Τελικά, όλοι μας είχαμε σκοπό να ντυνόμαστε για τα μάτια του Μπιλ» είχε δηλώσει η διευθύντρια της «Vogue» Αννα Γουίντουρ, εκφράζοντας την εκτίμησή της γι’ αυτόν τον πλάνητα φωτογράφο που είχε προπορευθεί της εποχής του.