O Διονύσης Σαββόπουλος ήταν, ανέκαθεν, ένα είδος «ιερού βάρδου». Η ποιητική του, ο λυρισμός του αλλά και, μολονότι πολιτικός καλλιτέχνης, η πρόνοιά του να μην το παίξει ποτέ αφ’ υψηλού καθοδηγητής του κοινού του τού προσθέτουν κύρος.

Στη συναυλία που έδωσε το Σάββατο 11 Ιουνίου στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ο Σαββόπουλος άλλαξε τον στίχο ενός από τα γνωστότερα σουξέ του, για πρώτη φορά. Το έκανε με έμφαση, ήθελε να προσεχτεί η αλλαγή. «Τον χειμώνα τούτο άμα τον περάσουμε/ και τον απατεώνα αν τον ξεπεράσουμε/ για άλλα δέκα χρόνια κάτι θα προφτάσουμε», είπε. Και στη συνέχεια, τραγούδησε «πεθαίνω για σένα, κι ας είσαι απάτη», κάνοντας λόγο και για αυταπατώμενους.

Ηταν, άραγε, μια πολιτική παρέμβαση στη συγκυρία; Μίλησε σε ένα κοινό που επίσης τον προσλαμβάνει σαν «ιερό βάρδο» με την αφαίρεση και την κυριολεξία του καλλιτέχνη για όσα συμβαίνουν στο πολιτικό προσκήνιο; Ποιος είναι ο απατεώνας που αν τον ξεπεράσουμε κάτι θα προφτάσουμε; Αυτός που σκέπτομαι κι εγώ, αυτός που σκέπτεστε κι εσείς;

Ο Διονύσης Σαββόπουλος ουδέποτε υπήρξε πολιτικά εμπαθής. Οι πολιτικές του αναφορές ήσαν πάντα περασμένες από το φίλτρο της τέχνης του –και συνεχίζουν. Αλλά αν η προχθεσινή διασκευή του τραγουδιού του είχε στόχο το πολιτικό ψέμα (και τον πολιτικό που κατά κόρον το τροφοδότησε), αυτό σημαίνει ότι και ο Σαββόπουλος διεκδικεί, μέσω της τέχνης του, την επιστροφή του σκεπτικισμού σε ένα κοινό που χειροκρότησε και επέβαλε την πολιτική εξαπάτηση.

Νομίζω ότι αυτός ήταν ο στόχος του. Να προκαλέσει ένα μικρό σοκ για την πολιτικοκοινωνική συγκυρία, που μέσα στη δίνη της χρεοκοπίας δεν διαμορφώθηκε γραμμικά κι ούτε είναι βέβαιο ότι θα εξελιχθεί έτσι. Στη συνέντευξή του, στα «ΝΕΑ» του περασμένου Σαββάτου, άλλωστε, έκλεινε παραπέμποντας σε έναν καβαφικό στίχο, για να περιγράψει τον ήχο της σημερινής Ελλάδας: «Η μυστική βουή των πλησιαζόντων γεγονότων».