Γίναν πολλά την περασμένη βδομάδα. Αλλα πολύ σημαντικά που πέρασαν στα ψιλά κι άλλα εντελώς ασήμαντα που γίναν πρώτο θέμα.

Ολο αυτό με τις οφσόρ που πρώτα ξεπλύθηκαν και μετά γίναν στοιχείο εγκλήματος, μετά η ακατανόητη αποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας, οι πριγκίπισσες και τα βασιλόπουλα των Φίλη – Λιάκου, ο Βασιλόπουλος που ανέβηκε στα 24%, ο Θεοδωράκης να θυμάται το περιβάλλον του Τσοχατζόπουλου να συνεργάζεται με τον Τσίπρα, τα νησιά που τους ανέβασαν τον ΦΠΑ πράγμα που θα γινότανε μόνο αν πέρναγε κάποιος από το πτώμα του Καμμένου, οι φωτιές στα κέντρα των προσφύγων. Κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός, πράγματα που στενεύουν τον ορίζοντα και στάζουν στη ζωή φαρμάκι.

Ομως τίποτα δεν με πίκρανε, τίποτα δεν με φαρμάκωσε όσο αυτή η εικόνα στον περίβολο του Πνευματικού Κέντρου με τα πεσμένα μάρμαρα τ’ αποκεφαλισμένα.

Σ’ αυτό το μέρος όπου τη μέρα πουλούν την άσπρη ανοιχτά οι μαύροι, τη μαύρη νύχτα ήρθανε οργανωμένα ανθρωποειδή αγνώστων λοιπών στοιχείων και εφοδιασμένα με σύνεργα κατάλληλα για τη δουλειά, αφού έριξαν κάτω τα βάθρα τα μαρμάρινα (όχι εύκολη δουλειά και καθόλου γρήγορη) έκοψαν με σιδηροπρίονο τις προτομές του Κώστα Ουράνη, του Αγγελου Τερζάκη, του Κωστή Μπαστιά και του Γιώργου Θεοτοκά, για να τις ξεπουλήσουν την επαύριον σκέτο μπρούντζο ίσαμε 150 ευρώ. Τόσο πάει το κεφάλι.

Αυτά για πρώτη δόση.

Γιατί έχει και τη συνέχεια το θέμα.

Την επομένη επέστρεψαν οι καλοί μας βάνδαλοι. Και βέβαια βρήκαν το μέρος να φυλάσσεται και πήραν τα συμπράγκαλα τους και δρόμο, λέτε εσείς σαν λογικοί άνθρωποι. Αμ δε. Σας βρίσκω πολύ αισιόδοξους.

Κανένας δεν υπήρχε να φυλάει τον χώρο. Ψυχή. Μόνο ένας ψίθυρος στα φύλλα των δένδρων και μια ιτέα κλαίουσα τη μοίρα μας πιο πέρα.

Ετσι λοιπόν στης νύχτας τη σιγαλιά, οι ωραίοι αυτοί τύποι έριξαν με την ησυχία τους και το πέμπτο βάθρο και… πάει το κεφάλι και του Παντελή Χορν, στην πιάτσα κι όσα πιάσει.

Ισως δεν είναι το ίδιο το γεγονός που με τάραξε σφόδρα. Είναι και αυτή η σχεδόν φυσική μου τάση να δίνω στα πράγματα μια προοπτική που τα κάνει να φαντάζουν σαν εξπρεσιονιστικά φαντάσματα στο «Κιτάπι του Δρος Καλιγκάρι».

Να μη βλέπω μόνο αυτές τις προτομές να διαμελίζονται αλλά όλους μας, όλη τη χώρα, να ξεριζώνεται νύχτα, να κόβεται σε χίλια μέρη και να πουλιέται έναν παρά κομμάτι το κομμάτι.

Κι ύστερα θυμάμαι άλλες μέρες, άλλους Ελληνες σ’ αυτήν εδώ την πόλη. Σκύβω μέσα μου ν’ αφουγκραστώ τα λόγια του στρατηγού Μακρυγιάννη, να παρηγορηθώ.

«Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια –φαίνονταν οι φλέβες, τόσην εντέλειαν είχαν. Οταν χάλασαν τον Πόρο, τα ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες και στ’ Aργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων χίλια τάλαρα γύρευαν. […]

Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μη καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε»».

Ομως αλλάξανε πολύ τα πράγματα.

Δεν είναι οι καιροί που «Θα πάρουνε τα όνειρα εκδίκηση». Είναι οι χρόνοι που οι άνθρωποι γίνονται οι πιο σκληροί εκδικητές των δικών τους ονείρων.