Πέρασαν δεκαετίες μέχρι να αναγνωριστεί η βαρύτητα της φιλμογραφίας αυτού του μεγάλου ανανεωτή του φανταστικού που επισκέφτηκε τη χώρα μας, την περασμένη εβδομάδα, με την ιδιότητα του μουσικού για μια αξέχαστη συναυλία. Στην κουβέντα μας, αποκλειστική για καθημερινή εφημερίδα, δικαίωσε απολύτως το θρυλικό του όνομα. Καμία απάντηση δεν είναι τυχαία για έναν μεγάλο δημιουργό.

Κύριε Κάρπεντερ, ανήκω κι εγώ στη γενιά των κριτικών που αγαπά το σινεµά σας –κάτι που δεν συνέβαινε µε τους κριτικούς της δικής σας εποχής.

Δυστυχώς, τώρα που υπάρχετε εσείς, ο ρόλος της κριτικής έχει εξασθενήσει μάλλον αρκετά. Στις μέρες μου, μια κακή κριτική σε κάποια μεγάλη εφημερίδα μπορούσε να καταστρέψει μια ταινία. Σήμερα όμως κάνουν κουμάντο τα social mediα και στέλνουν το δικό τους «fuck you» στους κριτικούς.

Μπορεί, αλλά τώρα τα στούντιο κόβουν και ράβουν τις ταινίες τους πάνω στα μέτρα αυτού του κοινού και μερικές φορές το κατευθύνουν.

Συμφωνώ απολύτως. Σήμερα οι σκηνοθέτες είναι απλώς διεκπεραιωτές. Δεν τους ενδιαφέρει να αφηγηθούν μια ιστορία –και δεν ξέρουν κιόλας. Προέρχονται όλοι από τον χώρο της διαφήμισης και του βιντεοκλίπ. Το μόνο που τους νοιάζει είναι να έχουν ωραία πλάνα. Κάθε πλάνο είναι ωραίο! Αλλά όταν τα συνδέεις, δεν λένε τίποτα. Και δεν τους νοιάζει, δεν καταλαβαίνουν τίποτα.

Εβλεπα τις προάλλες ξανά το «Απόδραση από το Λος Αντζελες» και γέλασα πολύ με το φινάλε: ο Σνέικ ανάβει τσιγάρο και ενημερώνεται πως στο μέλλον η Αμερική είναι μια χώρα μη καπνιζόντων.

Ναι, είχε πλάκα αυτό (γέλια). Δεν ξέρω πόσο εύκολα θα επιβίωνε ο Σνέικ στη σημερινή Αμερική.

Υπάρχει ελευθερία σκέψης σήμερα;

Τώρα μπαίνουμε σε βαθιά νερά και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Είναι δύσκολο ζήτημα. Για τον Ντόναλντ Τραμπ, ας πούμε, η πολιτική ορθότητα αποτελεί πρόβλημα επειδή περιορίζει την ανθρώπινη σκέψη.

Είναι όµως ο Τραµπ που λέει ό,τι θέλει για να κερδίσει ψήφους.

Ισχύει. Και το πρόβλημα υπάρχει –μόνο που ο Τραμπ κάνει δύο λάθη: πρώτον, η ιδέα γύρω από την προσεκτική συμπεριφορά προς άτομα με ειδικά προβλήματα είναι απολύτως σωστή, μόνο που αυτό αφορά την κοινωνικοποίησή μας, όχι την τέχνη. Η τέχνη αντανακλά τα κοινωνικά προβλήματα και αυτός είναι ο σκοπός της. Κανείς σοβαρός άνθρωπος εκεί έξω δεν πιστεύει πως μια ταινία μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Σήμερα όμως υπάρχει λογοκρισία από παντού –κι εδώ βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος: η Αριστερά λογοκρίνει τις λέξεις και η Δεξιά λογοκρίνει τα θέματα!

Θα κερδίσει, λέτε, ο Τραµπ τις εκλογές;

Ω Θεέ μου! Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να πιστέψω πως έχει πλησιάσει τόσο πολύ.

Στο «Ζουν ανάµεσά µας» µια άρχουσα τάξη εξωγήινων κυβερνά τη δυτική κοινωνία µέσω του καπιταλισµού. Παραµένουν επίκαιρα αυτά τα θέµατα, έτσι δεν είναι;

Ξέρεις γιατί; Επειδή η δεκαετία του 1980 δεν πέρασε ποτέ. Τα 80s είναι αιώνια, απλώς αυτό που συνέβαινε τότε δεν μπορούσαμε να το δούμε λόγω της γυαλιστερής επιφάνειας. Η εποχή Ρίγκαν σημάδεψε την Αμερική περισσότερο απ’ όσο μπορούμε να φανταστούμε. Το ίδιο συνέβη και με τη Θάτσερ στη Βρετανία. Και ο λόγος που ο κόσμος επιστρέφει σ’ αυτή τη δεκαετία, περισσότερο απ’ όσο συμβαίνει με τα 60s, είναι ακριβώς επειδή αναγνωρίζει, συνειδητά ή όχι, αυτή την ομοιότητα.

Δεν σας πειράζει που ένας µεγάλος αριθµός ταινιών σας αναγνωρίστηκε χρόνια µετά την πρώτη προβολή τους;Να σου πω την αλήθεια, όχι. Αντιθέτως αισθάνομαι υπέροχα. Ξέρεις, «εγώ σας το είχα πει» (γέλια).

Στη δεκαετία του 1970 υπήρξε ένα µεγάλο ρεύµα αµερικανικών ταινιών τρόµου που σοκάρισαν µε τη βία τους.

Προσωπικά όµως δεν πιστεύω πως ήταν κυνικές.

Γιατί το λες αυτό;

Νοµίζω πως αποτελούν περισσότερο έργα απογοητευµένων ανθρωπιστών. Κουβαλούν, αν θέλετε, οργή για τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του χιπισµού και του ελεύθερου έρωτα.

Να σου πω την αλήθεια; Οσο μεγαλώνω τόσο λιγότερο παρακολουθώ τις ταινίες τρόμου. Ο τρόμος απαιτεί μια κάποια αφέλεια για να τον προσεγγίσεις και αυτό επιτυγχάνεται όταν είσαι ακόμα νέος. Πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχτείς όσα διαδραματίζονται στη μεγάλη οθόνη. Αυτό που στη γλώσσα του σινεμά αποκαλούμε «αναστολή της δυσπιστίας».

Μα κανείς δεν βλέπει έτσι ταινίες σήµερα, ούτε καν οι νέοι θεατές.

Θα σε ρωτήσω άλλη μια φορά (γέλια), γιατί το λες αυτό;

Γιατί σήµερα, µε τα ψηφιακά εφέ, όλα είναι τέλεια. Και ο θεατής είναι συνηθισµένος στην τελειότητα –καθετί που ξεφεύγει απ’ αυτήν είναι κατακριτέο.

Εχεις δίκιο, δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Η αλήθεια είναι πως οι υπολογιστές έφεραν ένα νέο στυλ στο σινεμά, το στυλ του ακατόρθωτου. Βλέπεις γωνίες λήψης αλλά και δραματικές απεικονίσεις που ήταν αδύνατο να επιτευχθούν πριν από μερικά χρόνια. Αλλά δεν είναι βαρετό να βλέπεις διαρκώς τέλειες ταινίες;

Οπως και το να ακούς συνέχεια τέλειες ορχηστρικές µουσικές. Πώς αποφασίσατε να δουλέψετε µόνος τα soundtracks των ταινιών σας;

Α, δεν ήταν στυλιστική επιλογή. Από ανάγκη το έκανα! Δεν είχα τα λεφτά! Ετσι έκανα τη μουσική μόνος μου, με ένα συνθεσάιζερ, με το οποίο μπορείς να κάνεις φαινομενικά τα πάντα.

Απολαµβάνετε τώρα την καριέρα σας ως µουσικός;

Τη λατρεύω. Πολλοί λένε πως γράφω μουσικές για ταινίες που δεν έχουν γυριστεί –και κάνουν λάθος. Ο σκοπός της μουσικής μου σήμερα είναι να ντύσει τις ταινίες που ζουν μέσα στον ακροατή.

Μα εγώ µεγάλωσα µε τις ταινίες σας, οπότε και πάλι ταινία του Κάρπεντερ θα δω.

Το δέχομαι.

Εσείς πάλι, έξω από τον τρόµο, παρακολουθείτε ακόµα ταινίες;

Ολη την ώρα. Νομίζω πως μου άρεσε η «Επιστροφή» του Ινιαρίτου. Αλλά είχα μεγάλο πρόβλημα με το φινάλε. Ολη η ιστορία συμβαίνει ώστε να οδηγηθεί ο ήρωας στο συμπέρασμα πως η εκδίκηση δεν έχει ουσιαστική σημασία. Κι εγώ τρελάθηκα! Πέρασα δυόμισι ώρες για να μου πεις πως ο ήρωας δεν μπορεί να εκδικηθεί; Χριστέ μου, είναι γελοίο! Εντυπωσιακό, δεν λέω, αλλά γελοίο. Θεατής είμαι, δώσε μου λίγη εκδίκηση, τόση δα! (γέλια)