Αν μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις, σύμφωνα με την αποδιδόμενη στους Κινέζους ρήση, στην περίπτωση του βιβλίου «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως» (εκδ. Πάπυρος) του Εδουάρδο Γκαλεάνο τα πράγματα ανατρέπονται.

Κάθε λέξη στο βιβλίο του διακεκριμένου ουρουγουανού συγγραφέα από το Μοντεβιδέο που πέθανε πριν από έναν χρόνο (13 Απριλίου 2015), στα 74 του, από καρκίνο στους πνεύμονες, αποτελεί μια παλλόμενη εικόνα. Στοιχείο που καθιστά το βιβλίο του –ύμνος στον βασιλιά των σπορ –ίσως το πιο ζωντανό από όσα μας κληροδότησε. Ακριβώς διότι το ποδόσφαιρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός.

Ο σπουδαίος αριστερός διανοούμενος της Λατινικής Αμερικής μάς καθιστά θεατές διά της ανάγνωσης. Μας τοποθετεί στον πυρήνα του αθλήματος, άλλοτε στις εξέδρες, ανάμεσα στο πλήθος των φιλάθλων, και άλλοτε στον αγωνιστικό χώρο, κάπου εκεί ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές, για να παρακολουθήσουμε όσους αγώνες δεν είδαμε στη ζωή μας μέχρι τώρα, διότι επιπλέον πολλοί –εμβληματικοί –διεξήχθησαν πολύ πριν κάποιοι από εμάς δούμε το φως του ήλιου.

Το μεγάλο πάθος

Στο «Ποδόσφαιρό» του ο Γκαλεάνο αξιοποιεί το λογοτεχνικό του χάρισμα όχι για να μιλήσει για επαναστάτες και δικτάτορες, για τον ιμπεριαλισμό και την καταπίεση, αλλά για να εξωτερικεύσει, ως γνήσιος Λατινοαμερικανός, το πάθος του για το άθλημα.

«Δεν είμαι παρά ένας ζητιάνος που περιφέρεται ανά τον κόσμο, παρακαλώντας για λίγο καλό ποδόσφαιρο στα γήπεδα. Ενα καλό παιχνίδι, για τον Θεό. Και όταν η ευχή πραγματοποιείται, πανευτυχής για το θαύμα, λίγο με νοιάζει ποια ομάδα ή ποια χώρα παίζει» εξομολογείται ο Γκαλεάνο στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ανοίγοντας τα φυλλοκάρδια του για να φανεί η ψυχή ενός πραγματικά αγνού φιλάθλου.

Ο Γκαλεάνο μάς παρέδωσε τη βίβλο του ποδοσφαίρου. Γράφει την ιστορία της κουλτούρας του αθλήματος, τις λαμπερές στιγμές του, αλλά και τις γκρίζες ζώνες, τις σκοτεινές γωνιές του.

Μιλάει και για τη χειραγώγησή του από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και τον καταλυτικό ρόλο της τηλεόρασης, τη μετάλλαξή του και το πέρασμα από την εποχή της αθωότητας στη βιομηχανία του θεάματος: «Η ιστορία του ποδοσφαίρου είναι ένα θλιβερό ταξίδι από το πηγαίο στο αναγκαίο. Καθώς το ποδόσφαιρο κατέληξε να γίνει βιομηχανία, εξορίστηκε σιγά σιγά η ομορφιά που πηγάζει από την απόλαυση του να παίζεις και μόνο. […] Το ποδόσφαιρο έχει μετατραπεί σε θέαμα. Οργανώνεται όχι για να γίνει παιχνίδι, αλλά για να εμποδιστεί να είναι παιχνίδι».

Η ματιά του Γκαλεάνο δεν μένει εστιασμένη μόνο στα γήπεδα. Αλλά με αφορμή μια συνθήκη, κυρίως ένα Μουντιάλ, παρουσιάζει όλο το κοινωνικό, πολιτικό πλαίσιο της εκάστοτε περιόδου. Θυμίζει για παράδειγμα ότι το 1934, την εποχή του δεύτερου Μουντιάλ, ο Τζόνι Βαϊσμίλερ έβγαζε την πρώτη κραυγή ως Ταρζάν, κυκλοφόρησε το πρώτο αποσμητικό, η αστυνομία της Λουιζιάνα «γάζωνε» τους Μπόνι και Κλάιντ, Βολιβία και Παραγουάη είχαν αιματοκυλιστεί διεκδικώντας το πετρέλαιο της περιοχής Τσάκο για λογαριασμό των Standard Oil και Shell και ότι ο Χίτλερ ανακηρυσσόταν Φύρερ του Τρίτου Ράιχ.

Από το 1995
Από την πρώτη έως την τελευταία από τις συνολικά 294 σελίδες (στις επόμενες ακολουθούν πηγές και ευρετήριο) της έκδοσης αναβλύζει ατόφια αγάπη για το σπορ. Αντιλαμβάνεσαι ότι έχει προσεγγίσει το θέμα του όχι ως διανοούμενος που αποστασιοποιείται από το μαζικό φαινόμενο για να το ακυρώσει με τη δύναμη της γραφής του αλλά ως άνθρωπος που το λατρεύει.

Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1995, ωστόσο ο Γκαλεάνο το επικαιροποιούσε διαρκώς με αφορμή τις διοργανώσεις των Παγκοσμίων Κυπέλλων και μας παρέδωσε την ιστορία του ποδοσφαίρου από τις απαρχές του –όταν 5.000 χρόνια πριν κινέζοι ακροβάτες χόρευαν με μια δερμάτινη μπάλα στα πόδια, γεμισμένη με κάνναβη –έως το Μουντιάλ της Βραζιλίας (2014).

Δεν είναι όμως μόνο η αγάπη του για το ποδόσφαιρο αλλά και ο ανεπαίσθητος ρομαντισμός, διάχυτος σε όλη την έκταση του κειμένου.

Το διαπιστώνεις από την πρώτη κιόλας εικόνα που περιγράφει στην αφιέρωσή του: «Οι επόμενες σελίδες είναι αφιερωμένες στα παιδιά που συνάντησα κάποτε, πριν από χρόνια, να παίζουν ποδόσφαιρο στο Καλέγια ντε λα Κόστα. Μετά το παιχνίδι τραγουδούσαν: Είτε κερδίζουμε είτε χάνουμε / Εμείς το κέφι μας κάνουμε».

Κάπως έτσι μαθαίνουμε ότι το σπορ που έφθασε στη Λατινική Αμερική από τους ευρωπαίους αποικιοκράτες αποτελούσε εισαγόμενη διασκέδαση των γόνων εύπορων οικογενειών, αλλά ξέφυγε από την ακριβή γλάστρα της, κατέβηκε στη γη κι έπιασε ρίζες. «Το ποδόσφαιρο, όπως και το τάνγκο, γεννήθηκε στις φτωχογειτονιές» λέει αδιαπραγμάτευτα ο συγγραφέας.

Η αφηγηματική γραφή του σε καθηλώνει και σε κάνει να φαντάζεσαι ότι κάθεσαι δίπλα σε έναν σπορτσκάστερ την ώρα που κάνει περιγραφή.

Το χιούμορ συνυπάρχει με πικρές αλήθειες. «Εκείνος που ξεκίνησε να παίζει μπάλα για τη χαρά του παιχνιδιού, στους χωματόδρομους κάποιας φτωχογειτονιάς, τώρα δουλεύει ως παίκτης στα στάδια με την υποχρέωση είτε να κερδίζει είτε να κερδίζει» σημειώνει και αναφερόμενος στον τερματοφύλακα παρατηρεί: «Φοράει το νούμερο ένα στην πλάτη του. Ο πρώτος που θα πληρωθεί; Οχι, ο πρώτος που θα πληρώσει τα σπασμένα. Το φταίξιμο είναι πάντα δικό του, ακόμα και όταν δεν φταίει».

Το προφίλ του οπαδού

Σχηματίζει το προφίλ του οπαδού, ο οποίος συμπάσχοντας με τους παίκτες στον αγωνιστικό χώρο γίνεται ο 12ος παίκτης, όπως συνήθως λέγεται, και τον διαχωρίζει από τον φανατικό, τον οποίο περιγράφει ως τον «ταπεινωμένο που κάνει τα πάντα για να ταπεινώσει τους άλλους», ως τον «φοβισμένο που γίνεται φοβέρα». Γιατί «η παντοδυναμία της Κυριακής ξορκίζει την υποταγμένη ζωή της υπόλοιπης εβδομάδας».

Το γκολ είναι «ο οργασμός του ποδοσφαίρου» και ο άνθρωπος που «φυσάει τους ανέμους του πεπρωμένου και επικυρώνει ή ακυρώνει το γκολ» είναι με μια λέξη ο διαιτητής, ο μόνος –κατά τον συγγραφέα –που μπαίνει στον αγωνιστικό χώρο και με το δίκιο του σταυροκοπιέται αμέσως μόλις βρεθεί μπροστά στο πλήθος που βρυχάται. Μα τι ωραίες περιγραφές!

Ανάμεσά τους και εκείνη για τον κόουτς και τη μετεξέλιξή του που καλύτερη δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Γράφει ο Γκαλεάνο: «Ο προπονητής πέθανε ήσυχα όταν το ποδόσφαιρο έπαψε να είναι παιχνίδι και το επαγγελματικό ποδόσφαιρο χρειάστηκε τεχνοκρατία για να μπει τάξη. Τότε γεννήθηκε ο τεχνικός – προπονητής. Ο παλιός προπονητής έλεγε: Ελάτε να παίξουμε. Ο τεχνικός λέει: Ελάτε να δουλέψουμε». Κατανοητό, θα συμφωνήσετε. Σε μερικές αράδες κειμένου, στο μεταξύ, μας κάνει σχεδόν τον γύρο του κόσμου μέσω γηπέδων-ναών του ποδοσφαίρου: «Στο Ουέμπλεϊ ακούγονται ακόμα φωνές από το Μουντιάλ του ’66, όταν κέρδισε η Αγγλία, όμως αν αφουγκραστείτε καλύτερα, θα μπορέσετε να ακούσετε το απαρηγόρητο κλάμα του ’53, όταν οι Ούγγροι νίκησαν την αγγλική ομάδα. Το στάδιο Σεντενάριο του Μοντεβιδέο αναστενάζει νοσταλγικά για τις ένδοξες μέρες του ποδοσφαίρου της Ουρουγουάης. Το Μαρακανά εξακολουθεί να θρηνεί τη βραζιλιάνικη ήττα στο Μουντιάλ του ’50. Στο Μπομπονέρα του Μπουένος Αϊρες ηχούν τα τύμπανα που χτυπούσαν μισό αιώνα νωρίτερα […]. Στο Μιλάνο, το φάντασμα του Τζουζέπε Μεάτσα βάζει γκολ και το στάδιο που φέρει το όνομά του δονείται. Ο τελικός του Μουντιάλ του ’74, όπου κέρδισε η Γερμανία, επαναλαμβάνεται νύχτα – μέρα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου».

Αριστούργημα

Μακάρι να μην τελείωνε ποτέ αυτό το ματς

Ο Γκαλεάνο, που έμαθε την τέχνη της αφήγησης στους δρόμους του Μοντεβιδέο και όχι σε κάποιο πανεπιστήμιο – «δεν είχα την τύχη να γνωρίσω τη Σεχραζάτ, δεν έμαθα την τέχνη της αφήγησης στο ανάκτορο της Βαγδάτης, τα δικά μου πανεπιστήμια ήταν τα παλιά καφέ του Μοντεβιδέο» είχε πει το 2009 στη Μαδρίτη –, έχει φροντίσει να συναντηθεί ο αναγνώστης με μυθικές προσωπικότητες του αθλήματος. Ανάμεσά τους και ποδοσφαιριστές άγνωστοι στις νεότερες γενιές, ινδάλματα όμως στην εποχή τους.

Ζουζέπ Σαμιτιέρ, Αρτούρ Φρίντενραϊχ – ο μιγάς που καθιέρωσε το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο και βίωσε τον ρατσισμό στο πετσί του –, Χοσέ Λεάνδρο Ανδράδε – το πρώτο είδωλο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου ήταν μαύρος, Νοτιοαμερικανός και φτωχός –, Ραμόν Ουνσάγα – επινόησε το ανάποδο ψαλίδι – και Δαβίδ Αρεγιάνο – το σύστησε στην Ευρώπη μέσα από τα γήπεδα της Ισπανίας –, Εκτορ Σκαρόνε – ο Γκαρδέλ του ποδοσφαίρου διότι έπαιζε τραγουδώντας πανέμορφα. Η λίστα είναι ανεξάντλητη: Μπαρμπόζα, Ζιζίνιο, Χέρμπερτ Τσίμερμαν, Αλφρέδο ντι Στέφανο, Γκαρίντσα, Νίλτον, Ντιντί, Κοπά, Γιασίν, Ζέελερ, Τζίμι Γκριβς, Μπεκενμπάουερ, Εουσέμπιο, Ρότσα, Πελέ, Ζαϊρζίνιο, Μαραντόνα, Μίλερ, Χαβελάνζε, Μπέτεγκα, Πούσκας, Ριβελίνο, Πλατινί και Κρόιφ, Γκούλιτ, Ρονάλντο και Μέσι… Το Hall of Fame του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Θα μπορούσε κανείς να γράψει πολλά ακόμα για το αριστούργημα του Εδουάρδο Γκαλεάνο, στην ωραία μετάφραση της Ισμήνης Κανσή. Ας μείνουμε σε μια σκέψη που ήρθε με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης: Μακάρι να μην τελείωνε ποτέ αυτό το ματς.

Eduardo Galeano

Το ποδόσφαιρο

στη σκιά και στο φως

Μτφ. Ισμήνη Κανσή

Εκδ. Πάπυρος, 2016,

σελ. 328

Τιμή: 15 ευρώ