Σχεδόν όλα τα γιγαντομυθιστορήματα (των 700, 900, 1.200 σελίδων) που μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες προέρχονται σήμερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ούτε καν από την ομόγλωσση Βρετανία. Οχι ότι δεν γράφονται και στην Ευρώπη τέτοιες σινδονιάδες. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όμως θα τολμήσει ένας εκδότης στο εξωτερικό να τις εντάξει στο πρόγραμμά του: η επένδυση είναι ακριβή, η εμπορική αποτυχία σχεδόν σίγουρη. Αντίθετα, τα αμερικανικά μυθιστορηματικά «τούβλα» έχουν ευοίωνες προοπτικές διεθνούς καριέρας. Οχι επειδή είναι σπουδαία λογοτεχνία (στην πραγματικότητα κανένα απολύτως δεν δικαιολογεί τη μισή έστω έκτασή του, πολλά ούτε καν τη συγγραφή τους). Αλλά επειδή η Αμερική είναι η Αμερική. Οτιδήποτε αμερικανικό κάνει πάταγο στον κόσμο. Ακόμη και μια αμερικανική, χμ, ας την πούμε εκτόνωση σωματικών αερίων, ακούγεται πιο μακριά από μια ευρωπαϊκή. Και θεωρείται φυσικό ένα αμερικανικό μυθιστόρημα να είναι πελώριο, όπως πελώρια είναι τα αμερικανικά αυτοκίνητα, τα αμερικανικά μέγαρα και τα αμερικανικά γυναικεία στήθη που ξετρελαίνουν τους Αμερικανούς.

Είναι να απορεί κανείς πόσοι άνθρωποι βρίσκουν σήμερα χρόνο για να διαβάσουν τέτοια βιβλία, αν δεν τυγχάνουν συνταξιούχοι. Αλλά, φυσικά, τέτοια βιβλία δεν προορίζονται ακριβώς για διάβασμα. Πιο πολύ προορίζονται για να «φοριούνται», σαν αξεσουάρ επώνυμης μάρκας. Οταν συζητιούνται στις κοινωνικές συναναστροφές, είναι με τον τρόπο ή τους τρόπους που υπέδειξε ο Πιερ Μπαγιάρ στο ανυπέρβλητο «Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει». Πέραν αυτού, έχω παρατηρήσει ότι δύο είναι οι κύριες κατηγορίες ανθρώπων που τα λατρεύουν (δεν είπα τα διαβάζουν): οι διανοούμενοι εκείνοι που έχουν αποφασίσει να ταυτίζουν τον αμερικανικό λογοτεχνικό υδροκεφαλισμό με τη μεγαλοσύνη του έπους και οι δημοσιογράφοι εκείνοι που έχουν αποφασίσει ότι μόνο για την αμερικανική λογοτεχνία αξίζει να γράφουν, γιατί μόνο έτσι έχουν πιθανότητες να προσεχτούν κάπως τα κείμενά τους.

Διαβλέπω όμως και μια συνέπεια αυτής της συνθήκης πολύ θετική για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία: το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα γίνεται πιο μικρό, πιο ευέλικτο, πιο εξωστρεφές, πιο ζουμερό και πιο ανθρώπινο. Υπάρχουν βέβαια βαθύτεροι λόγοι γι’ αυτή την εξέλιξη. Αλλά τη θεωρώ και μια απάντηση στον αμερικανικό λογοτεχνικό φαραωνισμό. Ας θυμηθούμε ποιοι συγγραφείς διαμόρφωσαν το ευρωπαϊκό λογοτεχνικό τοπίο των τελευταίων είκοσι – τριάντα χρόνων: Κούντερα, Τζούλιαν Μπαρνς, Ιαν ΜακΓιούαν, Ταμπούκι, Μπάνβιλ, Μανκέλ, Ουελμπέκ, Ντάνιελ Κέλμαν. Ολοι αυτοί γράφουν ή έγραψαν μυθιστορήματα που σπάνια ξεπερνούν τις τετρακόσιες σελίδες και συχνά είναι πολύ πιο σύντομα. Είναι επίσης, σε σύγκριση με τα εξ Αμερικής ογκολιθικά, περισσότερο αναστοχαστικά παρά περιγραφικά, περισσότερο στοχευμένα παρά συμφυρματικά, έχουν χωνέψει τη διάλυση του «ευρωπαϊκού ονείρου» και επιχειρούν μια διανοητική-ηθική ανασύνταξη, ενώ εκείνα μοιάζουν ακόμη σαστισμένα και αμήχανα για τη διάλυση του «αμερικανικού ονείρου» και η περισπαστική πολυλογία τους είναι, από μια άποψη, σύμπτωμα αυτών των αισθημάτων.

Ο Πεσόα είχε προφητέψει ότι στο μέλλον θα επιβιώσουν μόνο τα μικρά λογοτεχνικά βιβλία. Εκ πρώτης όψεως έπεσε έξω, γιατί εξακολουθούν να διαβάζονται και πιθανώς θα διαβάζονται για πολύ καιρό ακόμη ο «Δον Κιχώτης», ο «Μόμπι Ντικ», ο Ντοστογέφσκι, ο Τολστόι, ο Προυστ, ο Τόμας Μαν. Ισως όμως ο Πεσόα δεν εννοούσε τα κλασικά έργα αλλά τη μαζική παραγωγή της δικής του και των επόμενων εποχών. Αν είναι έτσι, η προφητεία του ήδη επαληθεύτηκε, σε γενικές γραμμές. Ελάχιστα ογκώδη μυθιστορήματα που γράφτηκαν μετά το 1930 και προκάλεσαν κάποτε φιλολογικό θόρυβο διαβάζονται σήμερα, ενώ παραμένουν δημοφιλή μικρότερης έκτασης έργα, ακόμη και των ίδιων συγγραφέων. Και πάντως εγώ θα ξαναδιάβαζα ευχαρίστως «Τα ονόματα» του ΝτεΛίλο, αλλά δεν έχω ούτε χρόνο ούτε διάθεση να διαβάσω τον «Υπόγειο κόσμο» του, κι ας είναι ενδεχομένως το καλύτερο αμερικανικό γιγαντομυθιστόρημα της τελευταίας εικοσαετίας.