Στην ταινία «Goodbye Lenin», αυτήν την εξαιρετική πικρή κωμωδία του 2003 που αναφέρεται στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, δύο αδέλφια αναπαριστούν στο δωμάτιο ενός διαμερίσματος στο Ανατολικό Βερολίνο τον «κομμουνιστικό παράδεισο». Η μητέρα τους, φανατική οπαδός του καθεστώτος, έχει πέσει, επί Χόνεκερ, σε κώμα και στην ανάνηψή της πρέπει να αποφύγει το σοκ που θα της προκαλούσε η πληροφορία ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός έχει καταρρεύσει. Μέχρι και στημένα δελτία ειδήσεων προβάλλουν, μέσω βίντεο, έως την ημέρα που η ίδια βλέπει έναν γερανό να μεταφέρει κομμάτια από το άγαλμα του Λένιν.

Εδώ και καιρό, λοιπόν, έχω την αίσθηση ότι είμαι κλεισμένη σε ένα τέτοιο διαμέρισμα και ζω το «Goodbye Lenin» α λα ελληνικά. Που με γυρίζει ολοσούμπιτη όχι στο πάλαι ποτέ Ανατολικό Βερολίνο αλλά σε εκείνη την περίοδο λίγο πριν, λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ. Τότε που ο ανεκδοτολογικός μύθος ήθελε να έχει αυτοκτονήσει ένας μπακάλης στο Πήλιο βιώνοντας το απόλυτο αδιέξοδο όταν ένα βράδυ η ΕΡΤ πρόβαλλε το «Ποτέμκιν» και η ΥΕΝΕΔ το «Κιέριον». Και ήταν ευρέως διαδεδομένη μια ιδιότυπη γλωσσική διάλεκτος, η κομμουνιστική. Μία εξελιγμένη και ενισχυμένη μορφή της οποίας, η συριζαϊκή, ακούω να ομιλείται και σήμερα. Ως προς το λεξιλόγιο και τη ρητορική.

Θα μου πείτε εδώ ακροβατούμε πάνω από το κενό, οι λέξεις με μάραναν; Ναι, με μάραναν. Γιατί αποτυπώνουν νοοτροπίες και αισθητικές, αναδιαμορφώνουν πολιτισμικές αξίες και, κυρίως, γιατί όλες μαζί αποκαλύπτουν τις προθέσεις που η κάθε μία ξεχωριστά προσπαθεί να κρύψει. Οι λέξεις είναι σαν τα φαρδιά ρούχα. Δεν διαγράφουν μεν την παχιά σιλουέτα αλλά, αποκρύπτοντάς την, την ξεμπροστιάζουν. Ετσι έχουν βγει από τα σεντούκια –μαζί με τα φυσεκλίκια του Εμφυλίου, τα τοπογραφικά της Βάρκιζας, τις αφάνες και τα μουστάκια –οι Ιούνηδες και οι Ιούληδες, οι πλουτοκρατίες και τα προλεταριάτα, τα ξένα και ντόπια συμφέροντα, οι κουτόφραγκοι, οι μανατζαραίοι και οι γραβατωμένοι, οι κοπελιές και οι συντρόφισσες, οι ταξικοί αγώνες και οι αγωνιστικές διαδικασίες, τα αφεντικά και τα τραστ, τα σαλόνια της κεφαλαιοκρατίας, ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός, τα εγγλέζικα και τα φραντσέζικα, οι κρασοκατανύξεις, τα κουτούκια και τα καρβέλια, ο Πέτρος, ο Γιόχαν κι ο Φραντς. Ενα λανγκάζ που διαμορφώθηκε στα αμφιθέατρα, στις κομματικές συνελεύσεις και τις πορείες διαμαρτυρίας και εμπλουτίστηκε στις πάνω και κάτω αντιμνημονιακές πλατείες με εθνικιστικές κορόνες λαϊκισμού. Με λέξεις-φετίχ όπως η διαπλοκή, καινούργιες εισόδους όπως τα βοθροκάναλα (τη συραϊζαική εκδοχή του χρυσαυγίτικου «τσοντοκάναλα»), επιθετικό λόγο πεζοδρομίου είτε αυτός εκφράζεται με το «στα τέσσερα» του Καμμένου, τα γιούχα της Βαγενά ή τις απειλές για six feet under του Πολάκη. Είναι οι λεκτικές παράμετροι της φιλοσοφίας περί ήλιου και τσίπουρου που έταξε ο Πρωθυπουργός στους αγρότες –αντί για την προστασία του εισοδήματός τους.

Αυτό το λεκτικό οπλοστάσιο χρησιμοποιείται συνειδητά από την κυβέρνηση και υιοθετείται ασυνείδητα από τον κόσμο ώστε να μπαζώσει με εθνική υπερηφάνεια και σοσιαλιστικό αμμοχάλικο τα κενά που δημιουργεί η νεοφιλελεύθερη, φορομπηχτική πολιτική και η διακυβέρνηση με καθεστωτικά οράματα. Δεν είναι τυχαία η προστιθέμενη αξία που έχει αποκτήσει εσχάτως η λέξη «πάλη». «Ναι, αλλά εμείς παλεύουμε» ακούμε πλέον και από επίσημα κυβερνητικά χείλη, λες και στην πολιτική αποτιμάται ο αγώνας και όχι το αποτέλεσμα, λες και ψηφίσαμε παλαιστές και όχι πολιτικούς, λες και ο Πρωθυπουργός ονομάζεται Αλέξης Τόφαλος και όχι Αλέξης Τσίπρας. Εμ αν ήταν έτσι, να το ξέραμε να ψηφίζαμε μια και καλή τον Ζαμπίδη.

Θυμάμαι, από εκείνα τα χρόνια, έναν έλληνα λογοτέχνη που ένα βράδυ στο σπίτι του, συνεπαρμένος από το κομμουνιστικοβουκολικό ιδίωμα, είπε στη σύντροφό του: «Μάρω, φέρε το καρβέλι». Και η γυναίκα, που την έλεγαν Μαίρη, έφερε συσκευασμένο ψωμί σε φέτες. Επειδή, λοιπόν, ο ίδιος ο Μαρξ έχει πει ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα, ελπίζω η φάρσα να μην επαναλαμβάνεται σαν τραγωδία.