Κανένα έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας δεν μίλησε με τόση προφητική διορατικότητα για την ουσία της μετανεωτερικής τρομοκρατίας όσο οι «Δαιμονισμένοι» του Ντοστογέφσκι. Θα το αντιληφθούμε, αν δούμε το μυθιστόρημα (όπως σίγουρα ήθελε ο ίδιος ο Ντοστογέφσκι) σε ένα πλαίσιο πολύ ευρύτερο από τα άμεσα ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενά του, που είναι ο τρομοκρατικός κύκλος του Νετσάγεφ στη Ρωσία του 1870.

Στους «Δαιμονισμένους» ο συνωμοτικός κύκλος έχει πυραμιδωτή δομή, με τρεις βαθμίδες. Η βάση αποτελείται από έναν αριθμό ατόμων με περιορισμένες ικανότητες και μάλλον χαμηλή νοημοσύνη. Μισούν την κοινωνία χωρίς καλά καλά να ξέρουν γιατί (όχι πάντως λόγω μιας ορισμένης ηθικής ή ταξικής στάσης), θέλουν να τη βυθίσουν στο χάος και μέσα από αυτό να ανοίξουν τον δρόμο για έναν άλλο κόσμο, τον οποίο κάποιος από αυτούς περιγράφει με οίστρο ως μια κοινωνία απόλυτα συμμορφωμένη με τις επιταγές ενός ανατριχιαστικά ολοκληρωτικού καθεστώτος. Στην πραγματικότητα είναι μηδενιστές που βιώνουν μια κατάσταση ψυχικής διάλυσης και αποπροσανατολισμού, υπαρξιακού κενού και απελπισίας. Αυτούς τους οργανώνει ένας άνθρωπος ασύγκριτα ευφυέστερος, αλλά κυνικός και αχρείος: ο Πιοτρ Βερχοβένσκι. Καταλαβαίνοντας όμως ότι η προσωπικότητά του δεν μπορεί να τους εμπνεύσει πίστη, προωθεί στην κορυφή της οργάνωσης μια επιβλητική μορφή με σκοτεινή σαγήνη: τον Σταυρόγκιν. Ο Σταυρόγκιν, απρόσιτος, ανεξιχνίαστος, αντιφατικός, δαιμονικός, αδέσμευτος σε οτιδήποτε, θα γίνει ο θεός των συνωμοτών. Η τυφλή πίστη σ’ αυτόν θα δώσει νόημα στην παραζαλισμένη ύπαρξή τους.

Εξίσου, αν όχι περισσότερο διαφωτιστική, είναι η περιγραφή του διανοητικού περιβάλλοντος όπου βλάστησαν αυτοί οι «δαιμονισμένοι». Ο Ντοστογέφσκι αποκαλύπτει έναν κόσμο που πίσω από την πρόσοψη της επιτήδευσης, της στεγνής λογιότητας, των κοσμικών διασκεδάσεων, του υπερτροφικού εγώ, της παράδοσης σε κάθε λογής ορέξεις είναι κούφιος, ψυχικά απονευρωμένος, υπαρξιακά ερημωμένος, όχι λιγότερο ανερμάτιστος και μηδενιστικός από τους συνωμότες που μηχανεύονται την καταστροφή του. Ετσι κι αλλιώς φέρει ο ίδιος μέσα του το σπέρμα της αυτοκαταστροφής, και αυτήν ακριβώς την τάση οδηγεί στην έσχατη συνέπειά της ο Κυρίλοφ, που αυτοκτονεί θέλοντας να αποδείξει την ελευθερία του, στην πραγματικότητα όμως επειδή δεν ξέρει τι να την κάνει, ανίκανος καθώς είναι να πιστέψει και να αγαπήσει οτιδήποτε στη ζωή.

Το τυφλό μίσος του μετανεωτερικού τρομοκράτη, που τα σπέρματά του διέκρινε τόσο πρώιμα ο Ντοστογέφσκι, έρχεται να κουμπώσει με μια εντελώς διαφορετικού είδους τυφλότητα. Γι’ αυτή μιλάει ένας άλλος, πολύ μεταγενέστερος συγγραφέας: ο Μαξ Φρις, στο θεατρικό έργο του «Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές», που έκανε πρεμιέρα το 1958.

Ο Μπίντερμαν είναι, όπως δηλώνει και το όνομά του (bieder στα γερμανικά σημαίνει αγαθός, απονήρευτος), ένας καλοπροαίρετος, φιλάνθρωπος, αλλά αφελής και εύπιστος αστός. Στην πόλη του διαπράττονται εμπρησμοί από ένα κύκλωμα που περιλαμβάνει από ιδεολόγους διανοούμενους μέχρι κοινούς εγκληματίες. Δύο άγνωστοι εμφανίζονται στο κατώφλι του σπιτιού του και ζητούν άσυλο, ισχυριζόμενοι ότι κατηγορούνται άδικα ως εμπρηστές. Ο Μπίντερμαν τους πιστεύει και τους φιλοξενεί πρόθυμα στη σοφίτα του σπιτιού του. Τις ημέρες που ακολουθούν, οι δύο φιλοξενούμενοι οργιάζουν στη σοφίτα και γίνεται ολοένα φανερότερο ότι είναι όντως εμπρηστές, χωρίς μάλιστα κανένα ιδεολογικό κίνητρο. Αλλά ο Μπίντερμαν αρνείται να το πιστέψει και απορρίπτει τα επιχειρήματα της γυναίκας του. Στο τέλος, τους δίνει ο ίδιος τα σπίρτα με τα οποία θα βάλουν φωτιά στο σπίτι του. Δεν υπαινίσσομαι τίποτα, αλλά το έργο μού φαίνεται πως μιλάει σήμερα καθαρότερα από ό,τι την εποχή που το πρωτοδιάβασα. Πάντως ο Μαξ Φρις μόνο αντιδραστικός και ακροδεξιός δεν ήταν.