Η παγκοσμιοποίηση μπαίνει σε μια νέα εποχή που χαρακτηρίζεται όχι μόνο από διασυνοριακές ροές αγαθών και κεφαλαίων, αλλά και από ροές δεδομένων και πληροφοριών. Αυτό φαίνεται ότι ωφελεί περισσότερο τις ανεπτυγμένες οικονομίες, όπου οι βιομηχανίες εκμεταλλεύονται περισσότερο τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες για να παραγάγουν προϊόντα και να πουλήσουν υπηρεσίες.

Για πολλές δεκαετίες η φθηνή βιομηχανική παραγωγή ήταν το εισιτήριο φτωχότερων χωρών για να ανέβουν τη σκάλα της ανάπτυξης. Πλέον όμως η ψηφιακή επανάσταση αλλάζει πολλά. Τον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν χέρια τα αγαθά. Τον χάρτη των πιθανών προμηθευτών και των πελατών. Τον τρόπο παράδοσης προϊόντων. Ακόμη και τα κεφάλαια που χρειάζεται κανείς για να επεκταθεί επιχειρηματικά σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η παγκοσμιοποίηση του 21ου αιώνα που έχει ως κινητήρια δύναμη τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε μικρότερες εταιρείες, κλάδους και κοινότητες δημιουργώντας απώλεια θέσεων εργασίας. Οι κυβερνήσεις των πιο αδύναμων κυρίως οικονομικά χωρών θα πρέπει να εξετάσουν τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται και να βρουν τρόπους ώστε να προστατευτούν όσοι πλήττονται περισσότερο από τη νέα αυτή κατάσταση που δημιουργείται, συντελώντας στη δημιουργία νέων ρόλων. Μέχρι τώρα λίγες κυβερνήσεις έχουν αναλάβει τέτοια δράση. Αποτελεί ειρωνεία ότι οι πολιτικές αντιδράσεις κατά της παγκοσμιοποίησης κερδίζουν συνεχώς έδαφος σε πολλές χώρες, παρά το γεγονός ότι με μια σωστή διαχείριση η νέα ψηφιακή οικονομία μπορεί να αυξήσει τις ευκαιρίες και τα οικονομικά οφέλη για πολλούς λαούς.

Η Λόρα Τάισον έχει διατελέσει επικεφαλής του συμβουλίου οικονομικών συμβούλων του προέδρου των ΗΠΑ και είναι καθηγήτρια στη Haas School of Business και στο University of California, Berkeley. Η Σούζαν Λουντ είναι στέλεχος του McKinsey Global Institute.