Το βιβλίο των δύο πολιτικών επιστημόνων Στάθη Καλύβα και Νίκου Μαραντζίδη –οι ίδιοι διευκρινίζουν πως δεν είναι ιστορικοί –συνεχίζει μια πλούσια παραγωγή ιστορικών τίτλων, μελετών, συνεδρίων, άρθρων που από τις αρχές του 2000 έχει πλουτίσει σημαντικά την ιστοριογραφία του ελληνικού Εμφυλίου.

Τα 23 ερωτήματα στη βάση των οποίων διαρθρώνεται το βιβλίο, όπως το εάν ο Εμφύλιος ξεκίνησε το 1946 ή από το 1943 ακόμη, τι ήταν και γιατί κυριάρχησε το ΕΑΜ, τι ήταν ο δωσιλογισμός και ποιοι ήταν οι δωσίλογοι, τι ήταν και γιατί απέτυχε η Συμφωνία της Βάρκιζας, πώς και πότε επέλεξε τη σύγκρουση το ΚΚΕ, πόσο σημαντική ήταν η υλική βοήθεια που έλαβε ο Δημοκρατικός Στρατός από τις λαϊκές δημοκρατίες, τι ήταν το «παιδομάζωμα» και για ποιο λόγο έγινε, δεν είναι καινούργια. Κατά τη γνώμη μου ούτε και οι απαντήσεις που δίνουν οι συγγραφείς είναι καινούργιες. Μάλιστα οι ίδιοι σε προηγούμενα έργα τους (Ν. Μαραντζίδης, «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας,1946-1949», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2010 και Νίκος Μαραντζίδης, Κώστας Τσίβος, «Ο ελληνικός εμφύλιος και το διεθνές κομμουνιστικό σύστημα», Αλεξάνδρεια, 2012) και στην εκτενή αρθρογραφία τους [(Στάθης Καλύβας, «Κόκκινη τρομοκρατία, η βία της Αριστεράς στην Κατοχή» στο «Μετά τον Πόλεμο» (επιμέλεια Μαρκ Μαζάουερ, Αλεξάνδρεια, 2003)] έχουν ασχοληθεί βαθιά με τα ζητήματα.

Το βιβλίο –πέραν όλων των άλλων –είναι μια πολεμική κατά των απαντήσεων που έδιναν οι δυο πολιτικές προσεγγίσεις, της Δεξιάς και της Αριστεράς, στα παραπάνω ερωτήματα. Οι δυο πλευρές επιχείρησαν να αγιοποιήσουν τις δικές τους πρακτικές και να δαιμονοποιήσουν τις πρακτικές του εχθρού τους. Ετσι κάθε απάντηση των συγγραφέων στα ερωτήματα ξεκινά με την παρουσίαση και την απόρριψη των κομματικών και μονομερών αναγνώσεων του Εμφυλίου.

Κάποιοι αντιμετωπίζουν τους δυο συγγραφείς ως «αναθεωρητές». Αναθεώρηση ποιου πράγματος όμως; Αναθεώρηση υπάρχει όταν αμφισβητείται ένα παραδεδεγμένο επιστημονικό παράδειγμα. Στην περίπτωση όμως του Ελληνικού Εμφυλίου μέχρι το 2000 δεν υπήρχε κανένα τέτοιο. Υπήρχε μόνο μια παραταξιακή ανάγνωση της Ιστορίας. Μόνο μετά το 2000 ξεκίνησε μια σοβαρή ιστορική ανάλυση. Τη μια πλευρά αυτής της ανάλυσης την εκπροσωπούν οι δυο συγγραφείς. Οσοι όμως υποστηρίζουν τα αντίθετα δεν είναι κάποιοι «αριστεροί ιστορικοί», όπως λανθασμένα γράφουν οι δυο συγγραφείς, αλλά ιστορικοί που πολιτικά είναι αριστεροί. Βεβαίως υπάρχουν και «ιστορικοί» που είναι μόνο «αριστεροί» και καθόλου ιστορικοί. Εδώ έχουν δίκιο οι δυο συγγραφείς. Οπως όμως είναι αληθές πως για παράδειγμα ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι ένας πραγματικά εξαιρετικός ιστορικός και όχι ένας «φιλελεύθερος ιστορικός», έτσι και η επιστημονική και ηθική δεοντολογία υποχρεώνει να αντιμετωπίσουμε δυο άλλους εξαιρετικούς ιστορικούς όπως ο Θανάσης Σφήκας και ο Πολυμέρης Βόγλης πρωτίστως ως ιστορικούς και όχι ως «ιστορικούς αριστερής οπτικής».

Η ατμόσφαιρα στην οποία εντάχθηκε αυτό το βιβλίο το έκανε αντικείμενο πόθου για πολλούς και μίσους για άλλους. Το χειρότερο όμως που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτό το βιβλίο είναι να το «παρουσιάσουμε» ως το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση όλων των μυστηρίων της Μεταπολίτευσης, ως κλειδί για την ερμηνεία της επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ. Επειδή οι δυο συγγραφείς είναι ιδιαίτερα σοβαροί επιστήμονες, είμαι σίγουρος πως καθόλου δεν θα είδαν με θετικό μάτι αναγνώσεις που βλέπουν τη μελέτη τους ως κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ ή στον όποιον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό εδώ είναι ένα πολύ σημαντικό βιβλίο Ιστορίας, από δυο πάρα πολύ σημαντικούς πολιτικούς επιστήμονες, οι οποίοι σίγουρα αδικούνται όταν αντιμετωπίζονται ως «αναθεωρητές» (όρος που παραπέμπει στους αρνητές του Ολοκαυτώματος) και αδικούν τους εαυτούς τους, όταν τα πολύ σοβαρά πράγματα που αναδεικνύουν τα εντάσσουν σε μια διαμάχη όχι με άλλους ιστορικούς αλλά με κάποιους «αριστερούς ιστορικούς».

Τον Στάθη Καλύβα δεν τον γνωρίζω, γνωρίζω μόνο τα έργα του και μου φτάνει, τον Νίκο Μαραντζίδη όμως τον γνωρίζω όχι μόνο από το έργο του αλλά και ως άνθρωπο, γι’ αυτό είμαι σίγουρος πως ό,τι γράφει το γράφει γιατί θέλει να συμβάλει τόσο στην επιστήμη όσο και στον δημόσιο διάλογο. Ο εγκλεισμός τους στα όρια μιας διαμάχης «αναθεωρητών κατά αριστερών» απισχνάνει το έργο τους, αλλά αποδυναμώνει και τα επιχειρήματα όσων καταθέτουν μια διαφορετική ερμηνεία για το θέμα του Εμφυλίου.

Σαφώς και με το άνοιγμα των αρχείων των πρώην ανατολικών κρατών, από τα οποία είναι ολοφάνερο πως οι συγγραφείς έχουν αντλήσει πολλά στοιχεία, η συζήτηση έχει τεθεί σε μια πιο πλούσια βάση. Οι δύο πολιτικοί επιστήμονες αναδεικνύουν τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του ΚΚΕ, που το οδήγησε στην επιλογή της «διπλής στρατηγικής» –πολιτικά μέσα για την κατάκτηση της εξουσίας και αν αυτό δεν βγει προσφυγή στη βία. Μάλλον και τα δύο συμπληρωματικά και όχι αλληλοαποκλειόμενα. Αυτή η στρατηγική, μετά και την αποχή από τις εκλογές του ’46, το οδήγησε μόνο στη βία. Ενα κόμμα που ποτέ δεν πίστεψε στον κοινοβουλευτισμό δεν θα μπορούσε να μην έχει ως προτεραιότητά του τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας, αν και βεβαίως οι δύο τονίζουν πως το ΚΚΕ δεν ίδρυσε το ΕΑΜ γιατί σχεδίαζε να καταλάβει την εξουσία. Η προτεραιότητα όμως στη βία ως πολιτική επιλογή το οδήγησε, παρά ακόμη και τις αμφιβολίες, δισταγμούς και αντιρρήσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου, της Μόσχας, στη βία και στην εμφύλια σύγκρουση. Το ΚΚΕ επέλεξε τη λύση του Εμφυλίου και όχι η υπαρκτή «Λευκή Τρομοκρατία» ή η επίθεση κατά των διαδηλωτών στις 3 Δεκεμβρίου του ’44 ή ο βρετανικός ή αμερικανικός δάκτυλος ή ακόμη και οι μοναρχοφασίστες.

Στάθης Ν. Καλύβας, Νίκος Μαραντζίδης

Εμφύλια πάθη

23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο

Εκδ. Μεταίχμιο, 2015, Σελ. 528

Τιμή: 16,60 ευρώ