Οταν άρχιζε η περίεργη προεκλογική περίοδος στον χώρο της Νέας Δημοκρατίας, ο Αλέξης Τσίπρας ήταν ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος στην πολιτική ζωή της χώρας: είχε μόλις νικήσει για τρίτη φορά μέσα σε έναν χρόνο, κάλπες προγραμματισμένες δεν υπήρχαν στον ορίζοντα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν ήξεραν τι να πουν, έχοντας ψηφίσει το Μνημόνιο μέσα στον Αύγουστο.

Αύριο, οι ενδιαφερόμενοι πάσης φύσεως θα προσέρχονται για την «κάλπη των τεσσάρων» της ΝΔ, μέσα σε ένα αρκετά διαφορετικό σκηνικό: ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει κυρίαρχος στην πολιτική ζωή, αλλά διαθέτει πλέον την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Κώστα Καραμανλή μετά τις εκλογές του 2007.

Μόνον που ο Καραμανλής δεν είχε να περάσει προαπαιτούμενα, Ασφαλιστικό και φόρους στους αγρότες. Δεν είχε να δώσει λογαριασμό σε δανειστές, ούτε να διατηρήσει μία –έστω στοιχειώδη –δημοσιονομική πειθαρχία: λεφτά υπήρχαν, η Κομισιόν κοίταζε αλλού και στην Ελλάδα δίνονταν κίνητρα για την αγορά τζιπ.

Ολα εκείνα τα ωραία κοντεύουμε να τα ξεχάσουμε από Μνημόνιο σε Μνημόνιο: κάθε κυβέρνηση κάνει τον κύκλο της και εξαφανίζεται –και μάλιστα, κάθε φορά ο κύκλος μικραίνει. Και βεβαίως, το κοινοβουλευτικό φυλλορρόημα συνήθως έπεται της δημοσκοπικής κόπωσης, η οποία συνιστά και τον μεγαλύτερο πολιτικό κίνδυνο για κάθε κυβέρνηση, αφού της στερεί την έξωθεν καλή μαρτυρία.

Επομένως, είναι ένα ερώτημα ποιον εκλέγουν αύριο οι «γαλάζιοι» ψηφοφόροι: τον αντι-Τσίπρα τους ή τον αυριανό σύμμαχο και συνομιλητή του; Εναν αρχηγό για σκληρή αντιπολίτευση ή έναν πρόεδρο για χαλαρή συμπολίτευση;

Τα πάντα μπορεί να συμβούν, ανεξαρτήτως των προθέσεων πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών. Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτή η κυβερνητική πλειοψηφία δεν μπορεί να μακροημερεύσει, όπως και ότι δεν υπάρχει αυτόνομη εναλλακτική λύση, ασχέτως του ποιος και πώς θα εκλεγεί πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Εν ολίγοις, αν σας ζητήσουν να γράψετε τον Καζαμία του 2016, ξανασκεφτείτε το: μάλλον θα σας βγει τόσο αληθινός όσο το παράλληλο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.