Ο Χρήστος Δάρρας ήταν, για τις περισσότερες και τους περισσότερους που διαβάζουν αυτές τις γραμμές, ένας άγνωστος. Ελάχιστοι είχαν ακούσει το όνομά του ή ήξεραν για την περίπτωσή του ακόμα και στον ευρύτερο επαγγελματικό του περίγυρο –στις εκδόσεις βιβλίων. Ισως επειδή ερχόταν από έναν παλιότερο κόσμο, από την εποχή και την περιοχή της καλλιτεχνικής τυπογραφίας, όταν το βιβλίο δεν ήταν ακόμα προϊόν μαζικής κουλτούρας.

Χρησιμοποιώ χρόνο αόριστο επειδή, πλέον, ο Χρήστος Δάρρας δεν ζει ανάμεσά μας. Ο κύκλος της ζωής του έκλεισε την τελευταία βδομάδα, ακόμα κι οι γνωστοί του το έμαθαν όταν είχαν όλα τελειώσει, όταν είχε κηδευτεί κιόλας. Αν γράφω γι’ αυτόν σήμερα, το κάνω για να τιμήσω στο πρόσωπό του (όση τιμή μπορεί να αποδίδει ένα φτωχό μονόστηλο) την περίπτωσή του, και περιπτώσεις όπως η δική του: τις περιπτώσεις προσώπων που δούλεψαν σκληρά σε συνθήκες ιδιαίτερα δύσκολες, σχεδόν αποκλεισμού, βιοποριζόμενοι και ταυτόχρονα προσφέροντας τεράστιο έργο στον τομέα τους.

Τι ήταν ο Δάρρας; Τυπογράφος. Φοβερός λινοτύπης, που όλη του τη ζωή δούλεψε σκυλίσια σε ένα υπόγειο της οδού Ιπποκράτους, βγάζοντας τα μάτια του και τρώγοντας τα σωθικά του με τα μεταλλικά στοιχεία μιας μηχανής της Χαϊδελβέργης. Και με μερικούς αξιοσέβαστους συγγραφείς, σοβαρές εκδόσεις των οποίων βγήκαν μόνο χάρη στο πάθος του (ή στη λόξα του, αν θέλετε): Καντ, Λιούις Κάρολ, Κόνραντ, Ρουσό… Σταγόνες στον ωκεανό; Σταγόνες διακριτές σε έναν ωκεανό αδιαφορίας.

Ο Δάρρας, από την άποψη αυτή, είναι ένας ιδεότυπος σοβαρού επαγγελματία που διαρκώς χρεωμένος πήζει, χωρίς ωράρια, χωρίς βοήθεια από πουθενά, με ένα εχθρικό κράτος απέναντί του, πασχίζοντας για το καλύτερο. Είναι πολλοί, σε πολλές δουλειές, όχι μόνο του «πνεύματος», που ζουν σαν αυτόν, που πιστεύουν στη δημιουργικότητα όπως κι αυτός.

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος συνήθιζε, από τη μακρινή δεκαετία του 1980, παραδοξολογώντας, να λέει ότι «η πραγματική Ελλάδα είναι εκτός πραγματικότητος». Εχω την εντύπωση ότι είχε δίκιο. Η πραγματική Ελλάδα συνεχίζει να πορεύεται σε συνθήκες μοναχικές, σχεδόν στο περιθώριο, και μόνη της να προσπαθεί να αφήσει ένα δημιουργικό στίγμα που δεν θα επιβραβεύσει κανένας θεσμός, που δεν θα αναγνωρίσουν κανένα κόμμα και καμιά κυβέρνηση. Γιατί; Επειδή αυτή ακριβώς η Ελλάδα πορεύθηκε μέσω της μόνης ιδιοτέλειας που έχει αξία: της παθιασμένης ιδιοτέλειας της δημιουργικότητας. Μιας ιδιοτέλειας που δεν την επιβραβεύουν ούτε τα κόμματα ούτε ο συνδικαλισμός ούτε οι δημόσιες σχέσεις –και πιθανόν, ίσως, θα μπορούσε να την επιβραβεύσει μόνο η αγορά.

Αυτή η δημιουργική Ελλάδα αξίζει. Κυρίως αυτή.