«Η λευκότητα της φάλαινας» ονομάζεται ένα από τα κεφάλαια του «Μόμπι Ντικ» και υποδεικνύει το δέος του Αχαάβ μπροστά στην παραδοξότητα και την αοριστία της φύσης. Με τον αινιγματικό τίτλο του «The daemon knows» («Ο δαίμων ξέρει») και τις 524 σελίδες της, η λευκή σκληρόδετη έκδοση του Χάρολντ Μπλουμ αποτελεί την πιο πρόσφατη επανεμφάνιση του Μόμπι Ντικ της λογοτεχνικής κριτικής στα ανοιχτά της αμερικανικής παράδοσης.

«Ο δαίμονας ξέρει», λοιπόν. Αλλά ποιος είναι ο δαίμονας και τι ξέρει; Στα 85 του χρόνια (γεννήθηκε στις 11 Ιουλίου 1930), ο Μπλουμ δεν έχει ανάγκη να προσκομίσει εντυπωσιακούς νεωτερισμούς στο corpus που έχει κατοχυρώσει. Γι’ αυτόν η λογοτεχνική αξία ανταποκρίνεται από παλιά σε μόλις τρία κριτήρια («στίγματα», όπως τα αποκαλεί): σοφία, αισθητικό μεγαλείο και γνωστική αξία. Γι’ αυτό και το τελευταίο βιβλίο διαβάζεται σαν συμπύκνωση της ιδιοσυγκρασιακής θεωρίας του με άλλα λόγια. Με διαφορετικό αμπαλάζ, αν προτιμάτε, καθώς εδώ το μεγαλείο ερμηνεύεται μέσα από έξι δίδυμα αμερικανών συγγραφέων τους οποίους έχει ξεσκαρτάρει ο Μπλουμ.

Δεν πρόκειται για τον Αμερικανικό Κανόνα, ούτε για την επίλεκτη ομάδα της αμερικανικής λογοτεχνίας (σε αυτήν την περίπτωση, γράφει ο ίδιος στην εισαγωγή, θα είχε συμπεριλάβει τον Εντγκαρ Αλαν Πόε, τον Χεμινγουέι, τον Φιτζέραλντ, τον Ραλφ Ελισον, τη Φλάνερι Ο’Κόνορ κ.ά.). Πρόκειται για ένα ερμηνευτικό σχήμα. Στην πιο εκλαϊκευτική εκδοχή, ο δαίμονας του τίτλου είναι η έμπνευση του συγγραφέα. Στα ενδότερα της μπλουμικής σκέψης, είναι η στιγμή κατά την οποία ο ποιητής αναγνωρίζει τον εαυτό του ως μεμονωμένο δημιουργό.

Ο «σατανάς της λογοτεχνικής κριτικής» αναζητά το μεγαλείο (sublime), όπως είναι και ο υπότιτλος του τόμου, στα εξής ζεύγη: Γουόλτ Γουίτμαν και Χέρμαν Μέλβιλ, Ραλφ Γουόλντο Εμερσον και Εμιλι Ντίκινσον, Ναθάνιελ Χόθορν και Χένρι Τζέιμς, Μαρκ Τουέιν και Ρόμπερτ Φροστ, Γουάλας Στίβενς και Τ.Σ. Ελιοτ, Γουίλιαμ Φόκνερ και Χαρτ Κρέιν. Αναλύει στίχους και αποσπάσματα έργων, φέρνει στην επιφάνεια λεπτομέρειες της βιογραφίας τους και φυσικά αντιπαραθέτει σε αυτούς τον Σαίξπηρ, τον Δάντη, τον Μίλτον και τους προγόνους της ευρωπαϊκής γραμματείας: αυτό που ο καθηγητής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Γέιλ ονομάζει «κοσμικό του ευαγγέλιο». Υπό αυτό το πρίσμα, ο «Μόμπι Ντικ» δεν παύει να είναι ένα έπος υπό την επήρεια του Σαίξπηρ και της Βίβλου, ενώ οι επιρροές του Φόκνερ είναι ο Μπαλζάκ, ο Κόνραντ και ο Τζόις. Αφού θυμίσει ότι ο Γουίτμαν εργάστηκε ως εθελοντής νοσοκόμος την περίοδο του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, ο Μπλουμ δίνει τον δικό του αφορισμό: «Ο Γουίτμαν είναι θεραπευτής. Τα ανακουφιστικά του ξόρκια μας βοηθούν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ο Μέλβιλ, από την άλλη, είναι προφήτης. Και οι προφήτες δεν θεραπεύουν: επιδεινώνουν το τραύμα». Με αφορμή, πάλι, την επιρροή του Σαίξπηρ στην Εμιλι Ντίκινσον, θυμίζει ότι το μεγαλύτερο μυστήριο για τον Θεό του –ένας υπήρξε ο Θεός για τον Μπλουμ –είναι η αυτοαπομόνωση των τριών τελευταίων ετών της ζωής του, όταν ο Βάρδος επιστρέφει στο Στράτφορντ Απόν Εϊβον: «Γιατί σταματάει να γράφει τόσο ξαφνικά;».

Αυτοβιογραφία παράλληλη

Παράλληλα με την περιήγηση στο Γκραν Κάνιον της λογοτεχνίας ο Μπλουμ διατηρεί ένα «ημερολόγιο μέσα στο βιβλίο» με εξομολογητικές σημειώσεις στο περιθώριο. Θυμάται τον πρώτο παιδικό του έρωτα: «Ημουν εφτά ή οχτώ χρόνων κι έπαιζα στο χιόνι μαζί με άλλα παιδιά. Δεν μπορώ να ανακαλέσω το όνομα του κοριτσιού, αλλά τρία τέταρτα του αιώνα αργότερα, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου πριν την αυγή, ξαναβλέπω το πρόσωπό της με εντυπωσιακή καθαρότητα, σαν ένα κάδρο μέσα στην κουκούλα του χειμωνιάτικου μπουφάν της». Εκμυστηρεύεται τις αϋπνίες του: «Μετά τον πρώτο ύπνο, μένω άγρυπνος τα βράδια, μουρμουρίζοντας στον εαυτό μου Κρέιν, Γουίτμαν και Σαίξπηρ, ψάχνοντας παρηγοριά στη διάρκειά τους –σαν να μπορούσαν οι μεγάλες φωνές να αναβάλουν το διαρκές σκοτάδι που απλώνεται».

Συγκρίνει έναν στίχο του Γουίτμαν για τον πατέρα του –«Σε κρατάω γερά μέχρι να μου δώσεις μια απάντηση» –με τον νεογέννητο γιο του: «Με κρατούσε τόσο σφιχτά ώστε δεν ήξερα πού να τον αφήσω με ασφάλεια ή σε ποια αγκαλιά να τον παραδώσω. Δεν άντεχα να ξεκολλήσει από πάνω μου με τη βία και ταραζόμουν κάθε φορά που έπρεπε να γίνει». Και καταθέτει την άποψή του για σύγχρονους ή κλασικούς συγγραφείς: «Αναγνωρίζουμε μια συγγραφική κρίση σε κλιμάκωση όταν τα έργα δεν στέκονται στο ύψος των φιλοδοξιών (το «Ιnfinite Jest» του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, η «Ελευθερία» του Τζόναθαν Φράνζεν)». Ή «Θεωρώ ότι μεγάλες αποκαλύψεις υπήρξαν επίσης το «Καθώς ψυχορραγώ» (Φόκνερ), ο «Ματοβαμμένος μεσημβρινός» του Κόρμακ Μακάρθι, το «Θέατρο του Σάμπαθ» του Ροθ και –σε μικρότερη κλίμακα –το «Δεσποινίς Μοναχικές Καρδιές» του Γουέστ και η «Συλλογή των 49 στο σφυρί» του Τόμας Πίντσον».

Επίκληση στον προσωπικό δαίμονα

Σε αρκετά σημεία της συναρπαστικής διαδρομής σταματάει για να μνημονεύσει στίχους από το ποίημα του Γουίτμαν «Διασχίζοντας το στενό του Μπρούκλιν»: «Οποιος κι αν είσαι/ Βάζω τώρα το χέρι μου επάνω σου/ Για να γίνεις το ποίημά μου/ Αγάπησα πολλές γυναίκες και άντρες/ Δεν αγαπώ κανέναν περισσότερο από εσένα». Είναι στίχοι για τη σχέση ποιητή και αναγνώστη, αλλά ισχύουν ατόφιοι και για τη σχέση του μονολιθικού αναχωρητή του Νιου Χέιβεν με τους δικούς του αναγνώστες.

Ο Μπλουμ ζει μέσα από την ανάγνωση και είναι ό,τι διαβάζει. Στέκεται μόνος απέναντι στο κείμενο απορρίπτοντας τα δεκανίκια των πολυδιαφημισμένων -ισμών. Ο φεμινισμός δεν είναι το κλειδί για να διαβάσει κανείς Σαίξπηρ, ο φροϊδισμός δεν φωτίζει τους αμερικανούς κλασικούς.

Το βιβλίο του 85χρονου «βροντόσαυρου» κλείνει με την επίκληση στον προσωπικό του δαίμονα, ο οποίος τον δίδαξε να διαβάζει σε βάθος, να εκτιμά και να αξιολογεί τα έργα των άλλων. Είχε ανοίξει, έτσι κι αλλιώς, σαν ένα ζήτημα ζωής και θανάτου: «Τα ποιήματα, τα μυθιστορήματα, οι ιστορίες και τα θεατρικά έργα έχουν αξία μόνο εάν αξίζουμε εμείς οι ίδιοι. Μας προσφέρουν το δώρο για λίγη ζωή ακόμη».

Οι πρίγκιπες και οι πρόγονοι

Το βιβλίο διατρέχει η «αγωνία της επίδρασης», η θεωρία του Μπλουμ που έγινε ομότιτλη έκδοση το 1973 (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 1989 από την Αγρα, σε μετάφραση Δημήτρη Δημηρούλη). Αντί να αναζητεί κανείς την αυτονομία του ποιητή είναι προτιμότερο να μελετήσει την ανταγωνιστική σχέση του με τους προδρόμους ή τους συγχρόνους του, καθώς το ποιητικό του εγώ διαμορφώνεται σε διάλογο μαζί τους. Η λογοτεχνία είναι ένας αιματηρός στίβος, όπου οι νέοι ταλαντούχοι συγγραφείς κονταροχτυπιούνται με τους καθιερωμένους προγόνους τους. Οι πρίγκιπες πρέπει να αναμετρηθούν με τους ιδρυτικούς πατέρες: ή θα τους ξεπεράσουν ή θα εξαφανιστούν. Οι δαίμονες δημιουργούν καταστρέφοντας, επισημαίνει ο ίδιος στο κομβικό βιβλίο του 1973. Για την ιστορία, η «Αγωνία» κυκλοφορεί δώδεκα χρόνια μετά το «Ρομαντικό ψεύδος και μυθιστορηματική αλήθεια» του Ρενέ Ζιράρ (εκδ. Ινδικτος, 2001, μτφ. Κατερίνα Κολλέτ), στο οποίο ο γαλλοαμερικανός ιστορικός φώτιζε την επιθυμία ως προϊόν μίμησης. Το κοινό έδαφος Ζιράρ και Μπλουμ είναι μια αξιοσημείωτη υπόθεση εργασίας προς διερεύνηση.

Γιατί ο Μπλουμ επικρίνει τον νομπελίστα ποιητή

Ο «απορριπτέος» T.Σ. Ελιοτ

Στην ηλικία των 10 ετών ο Χάρολντ Μπλουμ ανακάλυπτε τη ρομαντική ποίηση των Γουίλιαμ Μπλέικ και Χαρτ Κρέιν στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ανατολικού Μπρονξ. Ηταν το είδος που απεχθανόταν σε όλη του τη ζωή ο Τ.Σ. Ελιοτ, ο οποίος εκείνη την περίοδο ολοκλήρωνε τα «Τέσσερα κουαρτέτα» και είχε ήδη εκφράσει θέσεις που θεωρήθηκαν αντισημιτικές και μισαλλόδοξες (στις περίφημες διαλέξεις του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια, το 1933, είχε επιτεθεί σε έναν κόσμο «σκουληκοφαγωμένο από τον φιλελευθερισμό»). Ο αμερικανός κριτικός θα παραμείνει αμφίθυμος απέναντι στον νομπελίστα συμπατριώτη του αναγνωρίζοντάς τον πάντως ως «έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές, στη ρομαντική παράδοση του Σέλεϊ και του Ουίτμαν», όπως γράφει στον «Δαίμονα». Το κεφάλαιο που του αφιερώνει εξ ημισείας με τον αγαπημένο του Γουάλας Στίβενς είναι μια καλή αφορμή να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς μαζί του. «Η λογοτεχνική του κριτική είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα, ενώ κατά την άποψή μου οι κοινωνικές και θρησκευτικές του απόψεις υπήρξαν μια αποτυχία». Και αφού υπενθυμίζει τον δογματισμό του Ελιοτ, την απαρέσκειά του για τις γυναίκες και τις αντιεβραϊκές του θέσεις, ρίχνει στο τέλος τη χειροβομβίδα: «Δεν διαβάζουμε μόνο ως ωραιολάτρες –αν και θα ‘πρεπε -, αλλά και ως υπεύθυνοι άνδρες και γυναίκες. Με αυτό το κριτήριο ο Ελιοτ, παρά το χάρισμα του δαίμονα, είναι απορριπτέος για πάντα».

Harold Bloom

The daemon knows

Εκδ. Spiegel & Grau, Νέα Υόρκη, 2015,

σελ. 524,

Τιμή: 34 ευρώ