Τα εγχώρια μέσα ενημέρωσης, εθνικής και περιφερειακής εμβέλειας, έχουν πλέον εισέλθει σε μια περίοδο έντονου προβληματισμού σχετικά με το μέλλον τους. Καθώς οι κυκλοφορίες των εφημερίδων συνεχίζουν να συρρικνώνονται, η διαφήμιση βυθίζεται όλο και περισσότερο, έχοντας μεγαλύτερο αντίκτυπο στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς και κανάλια. Η πολιτική αστάθεια, το πρόβλημα με τα capital controls, οι συνεχείς εκλογές και η γενικότερη ανασφάλεια συνέβαλαν σε σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Αυτό είχε ως αντίκτυπο να περιοριστεί ακόμη περισσότερο η διαφημιστική δαπάνη. Για παράδειγμα, στο διάστημα των πρώτων εννέα μηνών του έτους η συνολική δαπάνη μειώθηκε κατά 16%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 2014, ενώ τις μεγαλύτερες απώλειες καταγράφουν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί (-27,5%) και ακολουθούν τα περιοδικά (-21%), οι εφημερίδες (-16,2%) και οι τηλεοπτικοί σταθμοί (-7,2%). Ακόμη χειρότερα, τα διαφημιστικά έσοδα ανάμεσα στο 2008 και το 2014 έχουν μειωθεί κατά 65%, κι αυτό είναι ίσως μια αισιόδοξη εκδοχή.

Κι ο εφιάλτης δεν σταματά εδώ. Το «λίπος», όπως συνηθίζουν να λένε οι άνθρωποι της αγοράς, έχει μετά τα συνεχόμενα χρόνια κρίσης «καεί», με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν περιθώρια αντίδρασης, έστω υπομονής. Στην πράξη η ελληνική αγορά των ΜΜΕ είναι όχι μόνον αδύναμη να αντιδράσει, αλλά και κορεσμένη. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η ελληνική αγορά συνεχίζει να κατακλύζεται, παρά την κρίση, από ένα πλήθος ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, εφημερίδων και περιοδικών.

Μπορεί όμως αυτό να συνεχιστεί; Ανεξάρτητα από την πολιτική που θα υιοθετήσει τελικά η κυβέρνηση για τις τηλεοπτικές και, ενδεχομένως αργότερα, για τις ραδιοφωνικές άδειες, ακόμη κι αν επαναφέρει κάποιες επιδοτήσεις (μάλλον απίθανο) για τη διανομή του Τύπου, είναι γεγονός ότι ακόμη και τα αποκαλούμενα «εύρωστα μαγαζιά» στον χώρο θα συνεχίσουν να αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, όχι μόνον προς τους εργαζομένους τους αλλά και προς τους προμηθευτές τους.

Πού θα οδηγήσει αυτή η κατάσταση; Οι οιωνοί δεν είναι ευνοϊκοί. Εστω κι αν η κυβέρνηση υιοθετήσει μια πιο ήπια, έστω βερμπαλιστική πολιτική. Και μόνον η αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων μαθηματικά οδηγεί στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των τηλεοπτικών σταθμών (κι όχι μόνο). Στην πράξη οι επιχειρήσεις των ΜΜΕ θα πρέπει για κάποια περίοδο να ξεχάσουν την επιδίωξη του κέρδους, αν και, απ’ ό,τι φαίνεται, ούτε αυτό αρκεί. Θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από τους επιχειρηματίες των ΜΜΕ να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη προβαίνοντας σε σημαντικές επενδύσεις στον κλάδο, αυξάνοντας παράλληλα το εργατικό δυναμικό ή έστω αναστέλλοντας νέες απολύσεις και παρέχοντάς τους ως αντάλλαγμα ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον (π.χ. αδειοδοτήσεις, χαλαρότερες ρυθμίσεις κ.ο.κ.); Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποτελεί μια προοπτική. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στο ότι, όπως και σε άλλους τομείς της οικονομίας, το περιβάλλον είναι αρνητικό, περισσότερο ευνοϊκό για αποεπένδυση και εντελώς αρνητικό για επενδύσεις.

Ολα συνηγορούν υπέρ του ότι οι προοπτικές για τον κλάδο είναι δυσμενείς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να αναζητηθούν διέξοδοι. Καλό είναι σε τέτοιες περιστάσεις να επικρατήσουν η νηφαλιότητα και η ψυχραιμία από όλες τις πλευρές. Οι απειλές, ένθεν κακείθεν, δεν οδηγούν πουθενά, ούτε και ο υπέρμετρος ενθουσιασμός, και ούτε έτσι επέρχεται ο εξορθολογισμός της αγοράς.

Αν μια τέτοια οπτική ενδιαφέρει, τότε είναι επιτακτική ανάγκη να χαραχθεί μια οραματική πολιτική στο πεδίο. Μέσα από συναίνεση χρειαζόμαστε ένα πλαίσιο λειτουργίας των ΜΜΕ με λίγους νόμους που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Κυρίως χρειαζόμαστε να ξεφύγουμε από τη λογική των νικητών και των ηττημένων. Σε έναν πόλεμο όλοι είναι χαμένοι, με θύματα κυρίως τους εργαζομένους (όχι αποκλειστικά τους δημοσιογράφους).