Τρεις επιστήμονες από την Ιαπωνία, την Κίνα και την Ιρλανδία των οποίων οι ανακαλύψεις οδήγησαν στην επινόηση πανίσχυρων φαρμάκων εναντίον ασθενειών όπως η ελονοσία και η ελεφαντίαση, μοιράζονται το εφετινό βραβείο Νόμπελ Ιατρικής.
Οι δρες Γουϊλιαμ Κάμπελ, από το Πανεπιστήμιο Drew στο Μάντισον του Νιου Τζέρσυ, και Σατόσι Ομούρα, ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κιτασάτο της Ιαπωνίας, κέρδισαν το ήμισυ του βραβείου για την ανακάλυψη της αβερμεκτίνης (avermectin), ενός φαρμάκου που έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία εκατομμυρίων ανθρώπων με ογκοκερκίαση (τύφλωση των ποταμών) και λεμφική φιλαρίαση (ή ελεφαντίαση).
Το άλλο μισό βραβείο απονεμήθηκε στην δρα Του Γιούγιου, επιστημονική διευθύντρια της Ακαδημίας Κινεζικών Ιατρικών Σπουδών της Κίνας, η οποία ανακάλυψε το φάρμακο αρτεμισινίνη (artemisinin) που μειώνει σημαντικά τους θανάτους από ελονοσία.
Η δρ Του είναι η πρώτη γυναίκα από την Κίνα που λαμβάνει το βραβείο Νομπέλ σε οποιαδήποτε φυσική επιστήμη και η οποία εκπαιδεύτηκε και εργάστηκε αμιγώς στην πατρίδα της.
Υπολογίζεται ότι 3,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι, οι περισσότεροι σε φτωχικές χώρες του κόσμου, είναι εκτεθειμένοι στις τρεις προαναφερθείσες παρασιτικές ασθένειες.
Οι ανακαλύψεις των τριών επιστημόνων έχουν παράσχει τεράστια οφέλη, μειώνοντας την αγωνία και σώζοντας τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων εξ αυτών, σύμφωνα με την Επιτροπή των βραβείων Νόμπελ στην Ακαδημία Καρολίνσκα της Σουηδίας.
Σήμερα, χρησιμοποιείται παγκοσμίως ως θεραπεία εκλογής για την καταπολέμηση της ογκοκερκίασης και της ελεφαντίασης το φάρμακο ιβερμεκτίνη, που είναι παράγωγο της αβερμεκτίνης.
Αντίστοιχα, οι θεραπείες με βάση την αρτεμισινίνη αποτελούν τα κύρια όπλα εναντίον της ελονοσίας, οι θάνατοι από την οποία έχουν μειωθεί κατά 60% την τελευταία 15ετία, αν και εξακολουθεί να κοστίζει σχεδόν μισό εκατομμύριο ζωές ετησίως, με την πλειονότητα των θυμάτων να είναι βρέφη και νήπια από τις φτωχότερες περιοχές της Αφρικής.
Το βραβείο Νομπέλ Ιατρικής συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 8 εκατομμυρίων σουηδικών κορονών (περίπου 856.000 ευρώ), το μισό εκ του οποίου θα απονεμηθεί στην δρα Του και το υπόλοιπο στους δρες Κάμπελ και Ομούρα.
Η ογκοκερκίαση
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ογκοκερκίαση είναι μία τροπική νόσος του δέρματος και των ματιών, η οποία προκαλείται από το παρασιτικό σκουλήκι Onchocerca volvulus.
Το σκουλήκι μεταδίδεται στους ανθρώπους με τα τσιμπήματα μίας μαύρης μύγας του γένους simulium.
Οι μύγες αυτές ζουν κοντά στα ποτάμια κυρίως της υποσαχάριας Αφρικής, αν και έχουν αναφερθεί και περιστατικά σε άλλες περιοχές ιδίως στην Υεμένη και τη Λατινική Αμερική (Βραζιλία, Γουατεμάλα, Μεξικό και Βενεζουέλα).
Ωστόσο πάνω από το 99% των κρουσμάτων έχουν αναφερθεί σε 31 χώρες της υποσαχάριας Αφρικής.
Το σκουλήκι μολύνει κατ’ αρχήν το δέρμα και από εκεί εξαπλώνεται στους λεμφαδένες και στα μάτια.
Η προσβολή του δέρματος προκαλεί χαρακτηριστικά εξογκώματα (αποκαλούνται δερματικοί όζοι) τα οποία συνοδεύονται από έντονο κνησμό και τοπικό πόνο, ενώ προκαλεί και μόνιμες παραμορφωτικές βλάβες.
Όταν το σκουλήκι εξαπλωθεί στους λεμφαδένες αναπτύσσονται, μεταξύ άλλων, έντονα οιδήματα (πρήξιμο) της προσβεβλημένης περιοχής, ενώ στα μάτια προκαλούνται φλεγμονές και βλάβες που συχνά διαταράσσουν την όραση και αρκετές φορές οδηγούν στην τύφλωση.
Επειδή τα σκουλήκια της ογκοκερκίασης μπορεί να παραμείνουν επί χρόνια στο δέρμα, ο ΠΟΥ συνιστά να αντιμετωπίζεται η νόσος με το φάρμακο ιβερμεκτίνη τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο για 10 έως 15 έτη.
Η ελεφαντίαση
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, η φιλαρίαση του λεμφικού ή ελεφαντίαση είναι μία παραμελημένη τροπική νόσος, που εκδηλώνεται όταν τα υπαίτια παράσιτα μεταδοθούν στους ανθρώπους από τα κουνούπια.
Η μόλυνση συνήθως γίνεται κατά την παιδική ηλικία, προκαλώντας «κρυφή» βλάβη στο λεμφικό σύστημα.
Αργότερα στη ζωή, ο ασθενής παρουσιάζει τις ορατές εκδηλώσεις της ασθένειας που είναι το λεμφικό οίδημα (πρήξιμο), η ελεφαντίαση και η διόγκωση του οσχέου.
Οι εκδηλώσεις αυτές οδηγούν σε μόνιμη παραμόρφωση, η οποία έχει τεράστιο ψυχικό, κοινωνικό και οικονομικό κόστος για τους πάσχοντες, οι οποίοι καταδικάζονται σε μια ζωή στίγματος και φτώχειας στις υποανάπτυκτες χώρες όπου ζουν.
Υπολογίζεται ότι 1,23 δισεκατομμύρια άνθρωποι σε 58 χώρες ζουν σε περιοχές όπου ενδημεί η ελεφαντίαση και κινδυνεύουν να μολυνθούν.Το σχεδόν 80% των ανθρώπων αυτών ζουν σε 10 χώρες: Μπανγκλαντές, Ακτή του Ελεφαντοστού, Δημοκρατία του Κονγκό, Ινδία, Ινδονησία, Μυανμάρ, Νιγηρία, Νεπάλ, Φιλιππίνες και Τανζανία.
Όσοι ήδη είναι μολυσμένοι υπολογίζονται σε 120 εκατομμύρια, ενώ σχεδόν 40 εκατομμύρια είναι παραμορφωμένοι και ανάπηροι εξαιτίας της νόσου.