Στη σκιά των πολιτικών εξελίξεων τις τελευταίες εβδομάδες τρέχει αθόρυβα η διαδικασία για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ηδη ο έλεγχος του ενεργητικού έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί και είναι ζήτημα ημερών μέχρι να ξεκινήσουν τα τεστ αντοχής. Ομως, το πραγματικό κρίσιμο τεστ είναι η διαχείριση των κόκκινων δανείων. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, κυβέρνηση, τράπεζες και δανειστές θα πρέπει εντός του Οκτωβρίου να έχουν συμφωνήσει σε έναν κοινά αποδεκτό τρόπο για την αντιμετώπιση των επισφαλειών, οι οποίες ξεπερνούν τα 100 δισ. ευρώ.

Προκειμένου μάλιστα να μην κάνουν την εικόνα ακόμα χειρότερη, οι τράπεζες δίνουν άτυπη περίοδο χάριτος σε δανειολήπτες, παγώνοντας τις δόσεις του Ιουλίου και του Αυγούστου. Η αλήθεια όμως είναι ότι τα κόκκινα δάνεια έχουν ξεφύγει από κάθε όριο και πως, μετά την επιβολή των capital controls, οι επισφάλειες εκτινάχθηκαν σε πρωτόγνωρα ύψη.

Ετσι, η εύρεση μιας λύσης εντός του Οκτωβρίου –έστω και με καθυστέρηση σχεδόν ενός χρόνου από τις αρχικές εκτιμήσεις –κρίνεται αναγκαία. Και αυτό γιατί από τα 100 δισ. ευρώ των κόκκινων δανείων διακυβεύεται τόσο η μακροημέρευση των τραπεζών όσο και η όποια προσπάθεια επαναφοράς της οικονομίας.

Επιπλέον, οι τραπεζίτες και όσοι επιδιώκουν να αναλάβουν την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν δεν διευθετηθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο οι επισφάλειες δεν πρόκειται να αρθούν τα capital controls.

Το ερώτημα όμως που μένει να απαντηθεί είναι ποιους θα χτυπήσει περισσότερο ο Κόκκινος Οκτώβρης. Γιατί από τη μία υπάρχουν δανειολήπτες και επιχειρήσεις που αντικειμενικά βρίσκονται στο όριο, έχουν στερέψει εντελώς από ρευστότητα και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Και από την άλλη, οι τράπεζες βλέπουν τα δανειακά χαρτοφυλάκιά τους να φυλλορροούν, τις εγγυήσεις να γκρεμίζονται σαν χάρτινοι πύργοι και τα κανόνια να διαδέχονται το ένα μετά το άλλο. Ετσι, μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες καλούνται να ολοκληρώσουν μια καίρια και επίπονη διαπραγμάτευση, το διακύβευμα της οποίας ξεπερνά το ύψος ολόκληρου του τρίτου Μνημονίου.