«Ηχώρα πέθανε. Να πάει στον αγύριστο. Μας έβγαλε τα σκώτια. Θεός σχωρέσ’ την. Πάει, πέθανε. Ζήτω η νέα χώρα! Ζήτω».

Η αισιόδοξη προσέγγιση του μέλλοντος, μέσα από τα μάτια της νέας γενιάς, βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου (;) του Ανδρέα Φλουράκη (θεατρικός συγγραφέας, Αθήνα, 1969) «Θέλω μια χώρα», που παρουσίασε το Θέατρο Τέχνης στο Φεστιβάλ Αθηνών. Σαράντα τρεις νέοι, αγόρια και κορίτσια, σπουδαστές και απόφοιτοι της σχολής που ίδρυσε ο Κάρολος Κουν ξεχύθηκαν στη σκηνή που είχε μετατραπεί σε παραλία. Στοιχισμένοι σε ένδεκα σειρές από τέσσερις ξαπλώστρες εκάστη έφτιαξαν ένα μικρό οργανωμένο σύμπαν. Το εγχείρημα σκηνοθέτησε η καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης Μαριάννα Κάλμπαρη.

Φορώντας το μαγιό τους, κάθε νέος ή νέα είχε τη δίκη του θέση στην άμμο… Κάποια θαλασσινά εξαρτήματα, γυαλιά ηλίου, ρακέτες, σαγιονάρες ολοκλήρωναν το σκηνικό της παραλίας, μετατρέποντας το πλήθος των ανθρώπων σε ενιαίο τοπίο. Χωρίς άλλη ταυτότητα από την ηλικία τους, χωρίς άλλο χαρακτηριστικό από τα νιάτα τους, με απορίες και ελπίδες τα παιδιά του Τέχνης έγιναν η έκφραση της νέας γενιάς. Αλλοτε μεμονωμένα και άλλοτε όλοι μαζί με μια φωνή, σαν σύγχρονος Χορός, μιλούσαν, έκαναν διάλογο ή συζητούσαν. Χωρίς τις συνηθισμένες δραματουργικές φόρμες, χωρίς χαρακτήρες ή ρόλους, το πλήθος επί σκηνής λειτουργούσε άλλοτε σαν αγέλη κι άλλοτε σαν πρόβατα επί σφαγής.

Ολα αυτά όμως με δεδομένο ένα μεγάλο, βασικό, πρόβλημα: το έργο, το κείμενο της παράστασης, τις λέξεις. Αν και το εύρημα είχε ενδιαφέρον, ο χειρισμός από τον συγγραφέα της δικής του ιδέας του αποδείχθηκε ελλιπής και άνευ φαντασίας. Χωρίς τις συνηθισμένες δραματουργικές φόρμες, το κείμενο μετατράπηκε σε φράσεις – συνθήματα, κλισέ, σλόγκαν και αναμενόμενες απορίες μιας γενιάς που στην εποχή της κρίσης μοιάζει πιο χαμένη (ή μήπως βολεμένη) από πριν: φόβος, αγωνία, ελπίδα, αλλαγή και το αίτημα της νέας χώρας να έρχεται και να ξανάρχεται επιτακτικά. Κι αυτό με στόχο την προοπτική, την ασφάλεια, την προστασία, την εξέλιξη. Χωρίς φαντασία (πάλι) και με την αμηχανία να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Η αμηχανία έργου και κειμένου πέρασαν στην παράσταση, κάτι που η σκηνοθέτρια δεν κατάφερε ούτε να διαχειριστεί ούτε να αποτρέψει. Ανάμεσα στο πλήθος, οι αναγνωρίσιμοι τύποι – σύμβολα (ωραίος/ωραία, μάγκας, χαζός/χαζή, χοντρός κ.λπ.), ίσως και κάποια νέα ταλέντα.

ΤΑ ΑΤΟΥ. Η παράσταση διέθετε όμως και δύο ατού: πρώτο ατού ήταν οι τέσσερις ξένοι – μετανάστες (ανέβηκαν στη σκηνή στην έναρξη) που ζουν στη Ελλάδα και ίσως είναι οι μόνοι (;) που βρήκαν τη νέα χώρα που έψαχναν. Ενας Πορτογάλος, ένας Αφγανός, μια Φιλιππινέζα κι ένας Ελβετός (ναι, ναι Ελβετός) κατέθεσαν σκέψεις και βιώματα. Δεύτερο ατού η Ρένη Πιττακή, φυσικά. Μέσα σε αυτή την πολύβουη σκηνική σύνθεση λειτούργησε ως αντίλογος και αντίβαρο. Μαθήτρια κι εκείνη του Τέχνης κάποτε, ώριμη ηθοποιός σήμερα, στάθηκε απέναντι ή καλύτερα πλάι στο πλήθος, στον θόρυβο, στο απρόσωπο. Με τη μορφή και τον λόγο της εξέφρασε το άλλο, το ατομικό, το εσωτερικό. Με την υποκριτική της εμπειρία μίλησε τους στίχους του Μανώλη Αναγνωστάκη. Ο «Νεκρός» ως βασικό μοτίβο λειτούργησε πολλαπλά: αναμονή και ματαίωση.

Το «Θέλω μια χώρα» στην πρωτογενή εκδοχή του παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2013 στο Λονδίνο (Royal Court Theatre), στο πλαίσιο του προγράμματος The Big idea: PiΙGS (σκηνοθεσία Richard Twyman). Πλάι στην 100′ παράσταση που είδαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, ο συγγραφέας είχε να προτείνει και μια 10 λεπτών. Ισως σε αυτήν την τελευταία να είχε συμπυκνώσει καλύτερα την ιδέα του.