Η αναταραχή στην κεφαλαιαγορά της Κίνας φαίνεται ότι έχει φτάσει στο τέλος της. Εξακολουθεί ωστόσο να υπάρχει αβεβαιότητα, όχι μόνο για το τι προκάλεσε την πρόσφατη βουτιά στα χρηματιστήρια αλλά και για το τι θα σημάνει η αναταραχή αυτή για τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που κάνει η Κίνα στον χρηματοπιστωτικό κλάδο.

Η βουτιά των τιμών στη χώρα αποδόθηκε σε σειρά από παράγοντες. Αρχικά τα επίσημα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι η καταστροφή προκλήθηκε από κερδοσκοπικές πωλήσεις κινεζικών μετοχών από ξένες τράπεζες και επενδυτές. Αργότερα στους ενόχους προστέθηκαν και εγχώριοι επενδυτές. Πιο πρόσφατα αναφέρθηκαν επίσης ως αιτία οι αγορές με margin. Μπορεί όμως η πρακτική αυτή να αύξησε τις διακυμάνσεις, αλλά δεν ήταν η αιτία της πτώσης.

Η πραγματική αιτία είναι η κυβέρνηση, η οποία πρώτα προκάλεσε τη φρενίτιδα επενδύσεων στο χρηματιστήριο και στη συνέχεια προσπάθησε να αφαιρέσει το οξυγόνο από τη φωτιά αυτή.

Με το που απογειώθηκε η αγορά, επικράτησε ευφορία. Ακόμη και όταν οι χρηματιστηριακοί δείκτες ξεπέρασαν κάθε λογικό όριο, οι εποπτικές Αρχές δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την ταχύτητα και την έκταση της ανόδου. Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν που δεν είχαν σχέδιο για να σταθεροποιήσουν την αγορά. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι το εποπτικό σύστημα της Κίνας είναι κατακερματισμένο, αφού αποτελείται από τη Λαϊκή Τράπεζα, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, την Εποπτική Αρχή των Τραπεζών και την Εποπτική Αρχή Ασφαλίσεων.

Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο. Το τρέχον εποπτικό σύστημα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ταχέως αναπτυσσόμενες κεφαλαιαγορές της χώρας. Είναι καιρός οι Αρχές να το καταλάβουν και να προχωρήσουν σε σοβαρή αναδιάρθρωση της εποπτείας.

Ο Ζανγκ Γιουν είναι καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών Σπουδών της Κίνας στο Πανεπιστήμιο του Fudan