Βελτίωση των διμερών οικονομικών και εμπορικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, οι οποίες βρίσκονται σε χαμηλό επίπεδο, καθώς και συμβολή της Ελλάδας στην ενταξιακή πορεία της χώρας στην ΕΕ, ήταν τα βασικά θέματα στη συνάντηση που είχε την Πέμπτη ο υπουργός Νίκος Κοτζιάς με τον Βόσνιο ομόλογό του Ιγκόρ Τσερντάκ στο Σαράγεβο.

«Η Βοσνία είναι μία από τις πιο φιλικές χώρες για εμάς», είπε ο κ. Κοτζιάς τονίζοντας ότι η Ελλάδα, ως ένα από τα παλαιότερα μέλη της ΕΕ που έχει συμβάλει στη διεύρυνση της Ένωσης, μπορεί να προσφέρει τη βοήθεια και τη συμπαράστασή της, αλλά και την τεχνογνωσία της στην ενταξιακή πορεία της φίλης χώρας καθώς και τη στήριξή της στη σχέση της με το ΝΑΤΟ.

«Κανείς δεν κάνει χάρη στη Βοσνία όταν της ανοίγει το δρόμο για την Ευρώπη», σημείωσε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών επισημαίνοντας ότι «η χώρα αυτή, που ενσωματώνει πολλές κουλτούρες και λαούς, είναι ένα παράδειγμα θετικής ενέργειας στην ΕΕ».

Σχετικά με την οικονομική συνεργασία των δύο χωρών ο κ. Κοτζιάς είπε ότι αυτή θα μπορούσε να επεκταθεί σε πολλούς τομείς της οικονομίας, στις υποδομές, στις μεταφορές, στα ενεργειακά και στο εμπόριο, σημειώνοντας ότι μπορεί να εδραιωθεί μία νέα στενότερη σχέση ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις.

Από την πλευρά του ο κ. Τσερντάκ τόνισε τη σημασία που έχει για τη χώρα του η ένταξη στην ΕΕ, κυρίως για τις αξίες που είναι σημαντικές για όλους τους λαούς των Βαλκανίων, αλλά και τις ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με την Ελλάδα η οποία μπορεί να συμβάλει σημαντικά σε αυτή την πορεία.

Ο ίδιος επικρότησε τη συμβολή της Ελλάδας όσον αφορά τη στενότερη συνεργασία των βαλκανικών χωρών, τονίζοντας ότι θα καταστήσει πιο δυνατές όλες τις χώρες στην ενταξιακή τους πορεία και θα ενισχυθεί η ασφάλεια στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό οι δύο υπουργοί συμφώνησαν να συνεχιστεί η εφαρμογή της διμερούς συμφωνίας του 2003 για τη συνεργασία των δύο ΥΠΕΞ στο θέμα της υποστήριξης της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή πορεία της Βοσνίας.

Παράλληλα ο Βόσνιος υπουργός Εξωτερικών τόνισε ότι αυτή η συνάντηση με τον κ. Κοτζιά δίνει τη δυνατότητα να διευρυνθούν οι συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών και από τις 20 υπάρχουσες διμερείς συμφωνίες να μπορέσει να σημειωθεί μεγάλη βελτίωση στο μέλλον.