«Πατρίδα που γεννήθηκες μαρτυρική κι Αγία/ Οι ξένοι σε διόρισαν πόρνη σε συνοικία/ Πατρίδα που φορούσες λάμψη και μενταγιόν/ Δικοί μας που σε βάψανε της λύπης το κραγιόν». Δεν προέρχεται από το αρχείο της Βουλής των Εφήβων, ούτε από παλιότερη φιέστα στο τηλεοπτικό «Τσαντίρι» του Λάκη Λαζόπουλου. Είναι στίχοι που ανέλαβε να τραγουδήσει ο Μανώλης Μητσιάς το 2012 στη «Νέα πατριδογνωσία». Αυτός ήταν ο τίτλος ενός από τα 11 τραγούδια που περιέχονταν στον δίσκο «Πατρίδα δανεισμένη», όπου τους στίχους υπέγραφε ο δημοσιογράφος Κώστας Μαρδάς και τη μουσική οι Μιχάλης Τερζής και Χρήστος Νικολόπουλος.

Λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά οι έλληνες καλλιτέχνες επέλεξαν στρατόπεδο μέσα στην αρένα της περασμένης πενταετίας. Κι αν οι όροι ακούγονται πολεμικοί, τους επέβαλαν οι ίδιοι. Σε μια άνυδρη δισκογραφική περίοδο και ενώ το θέατρο χρειαζόταν ασμένως ενέσεις θεάματος η «κάθοδος στον λαό» έδινε μία διέξοδο: οι τραγουδιστές, ηθοποιοί και σκηνοθέτες αφουγκράζονταν, κατά τα λεγόμενά τους, τα πάθη της φτωχοποιημένης κοινωνίας, όχι για να καυτηριάσουν τις υπαρκτές ατέλειες της οικονομικής προσαρμογής, αλλά για να τις καταγγείλουν στη διαπασών. Από Χαρούλα της Μεταπολίτευσης και του λαϊκού γλεντιού, η Αλεξίου αναδείχτηκε μέσα σε μια νύχτα ιέρεια των απανταχού αγωνιστριών. Το κόκκινο γάντι των καθαριστριών που φόρεσε στην περσινή συναυλία του Συντάγματος πέρασε στην άγραφη ιστορία του λαϊκού κινήματος. Η Χαρούλα έκανε δεύτερη καριέρα, όπως συνέβαινε το 1990 με τις επανεκτελέσεις των παλιών της τραγουδιών. Από κοντά και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου που τραγούδησε το «Χαίρε» όταν έπεσε το μαύρο στην πρώην ΕΡΤ: «Χαίρε υπουργέ των ευεργετημένων/Χαίρε υπουργέ των επιτυχημένων/Χαίρε υπουργέ των εξαθλιωμένων/Των άνεργων, των άστεγων, των αυτοκτονημένων». Σταθερά αντιμνημονιακοί σε συνεντεύξεις με ανεβασμένα γράδα θα δηλώσουν οι Τάνια Τσανακλίδου, Γιάννης Κότσιρας, Δήμητρα Γαλάνη κ.ά.

Στην όχθη του Οχι

Οι πρώτες ύλες για το στρατόπεδο του Οχι –μιλώντας με σημερινούς όρους –ήταν εκεί: η νοσταλγία για τον τεχνητό παράδεισο της Ελλάδας, ο θυμός για τα κουρεμένα προνόμια, οι ευθύνες των ξένων δανειστών, η «εσωτερική τρόικα», η «αποικία χρέους» (ο όρος πρέπει να πιστωθεί στον Νίκο Κοτζιά, τον οποίο εκόντες – άκοντες κόπιαραν πολλοί στο σινάφι). Κάπως έπρεπε να εκφραστούν –αγαπημένη λέξη των συναισθηματικών μας καλλιτεχνών –τα ντέρτια του λαού στο compilation της αγανάκτησης.

Ο «καταλληλότερος» ενορχηστρωτής δεν ήταν άλλος από τον Λάκη Λαζόπουλο. Το πρόσφατο σχόλιο – μανιφέστο που υπέγραψε στην ιστοσελίδα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων ήταν μόνο ο τελευταίος σταθμός της άρνησης. Ο Λάκης πάντα ξεχώριζε μέσα στη χορεία των καλλιτεχνών που πήραν την αγανάκτηση στα χέρια τους. Φρόντισε από καιρό να εμβαπτισθεί στην κολυμπήθρα της υπερκομματικής τηλοψίας καταγγέλλοντας τους πολιτικούς απ’ όπου κι αν προέρχονται. Κι έτσι, με τα χρόνια ξεθώριασε η παλιά του τέχνη: από την ανατομία των «Δέκα μικρών Μήτσων» πέρασε στην ανατομία του εγκλήματος. Αυτό που στη λαζοπουλική αργκό ορίζεται ως «εχθρός», «μεγαλοκλέφτες», «δουλάκια του Σόιμπλε». Κατηγορίες χωρίς αποδείξεις, εξυπνακισμοί που σκάνε σαν ρουκέτες, κομφετί συνωμοσιολογίας και συμπληρώματα πολιτικάντικης συνείδησης. Αυτό είναι το πλατό του εθνολαϊκού θυμού. Και εκεί επάνω ο Λαζόπουλος συμπεριφέρεται σαν τον πρίγκιπα των απανταχού αγανακτισμένων.

Δεν ήταν όλοι οι καλλιτέχνες θυμωμένοι, ούτε έσπευσαν να κοπιάρουν τη συνταγή του αντιχουντικού «Μεγάλου μας τσίρκου» όπως την απέδωσε ο Σωτήρης Χατζάκης με μπόλικες αντιμνημονιακές πινελιές κατά την περιοδεία της παράστασης το 2012. Τότε που τα χορικά των παραστάσεων στην Επίδαυρο συντονίστηκαν με τα συνθήματα της πλατείας και εμπλουτίστηκαν με «επικαιροποιημένους» στίχους για την «ελληνική κατάσταση». Το ανέβασμα αρκετών παραστάσεων απέκτησε διαστάσεις αντίστασης στην τεχνοκρατική Ευρώπη από τη στιγμή που «τίποτε δεν έχει αλλάξει εδώ και 2.500 χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο».

Οι μετριοπαθείς

Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε σταθερά μετριοπαθής υιοθετώντας για τον εαυτό του τον ρόλο ενός σαμάνου της φυλής που ανατέμνει τις κακοδαιμονίες των Νεοελλήνων χωρίς να κλείνει τα μάτια στις επιθυμίες των εσωκομματικών ακροατηρίων. «Αρχισαν να έρχονται άπειρα λεφτά απέξω, τα οποία εξανεμίστηκαν οπουδήποτε αλλού εκτός απ’ την παραγωγικότητα», έλεγε σε συνέντευξή του στο «Ποντίκι» τον Μάρτιο του 2011. «Το χειρότερο είναι ότι δεν ανησυχούσε κανείς. Επικράτησε ένα ξεσάλωμα. Δημιουργήθηκε μια νοοτροπία τόσο χυδαία και βαθιά παράλογη, που μετά κανείς δεν μπορούσε να μας συνεφέρει, να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο, ούτε ο Σημίτης, ούτε πολύ περισσότερο ο Καραμανλής ο βραχύς». Αλλά ο Νιόνιος είναι από μόνος του μια κατηγορία κι έχει εξοφλήσει τους λογαριασμούς του με την Ιστορία. Γι’ αυτό και πιθανότατα το τελευταίο του ποστάρισμα στο facebook να ενόχλησε τους ορκισμένους φίλους του: «Δεν φοβάμαι τη δραχμή. Δεν φοβάμαι το ευρώ, που σαφώς το προτιμώ. Φοβάμαι μόνο τον διχασμό που τρέχει στο αίμα μας από τον καιρό του Θουκυδίδη ώς τις μέρες μας». Προφανώς δεν ήθελε να διαφωτίσει τους συνέλληνες για τη στάση του στο δημοψήφισμα.

Το παράδειγμά του φαίνεται πως ακολουθούν και νεότεροι τραγουδοποιοί, όπως ο Σωκράτης Μάλαμας ή ο Φοίβος Δεληβοριάς. Ο πρώτος δήλωνε στον γράφοντα αισιόδοξος για την κυβερνητική αλλαγή του 2015, διατηρώντας πάντως σαφείς αποστάσεις σε ό,τι αφορά την τέχνη του. «Οι λέξεις “προδότες”, “κρεμάλες”, “τοκογλύφοι”, “τρόικα” μεγαλώνουν το χάσμα και αυξάνουν την ένταση. Απευθύνονται στο θυμικό με αρνητικές συνέπειες για όλους» δήλωνε στο «Νσυν» στις 29 Αυγούστου 2014. Ο ίδιος θα αρνηθεί σε αδιόριστους εκπαιδευτικούς να σηκώσουν πανό διαμαρτυρίας σε συναυλία του στο Θέατρο Πέτρας τον Σεπτέμβριο του 2013. Αντιθέτως, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είχε επιτρέψει τον Ιούνιο του 2012 σε συναυλία στην Τεχνόπολη σε δύο κοπέλες να ενημερώσουν το κοινό για την περίπτωση μιας γυναίκας που είχε φυλακιστεί για συμμετοχή στους Πυρήνες της Φωτιάς.

Ο Δεληβοριάς, πάλι, στην ερώτηση εάν ήταν αισιόδοξος ότι «όλοι μαζί θάψαμε» τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος, απαντούσε στο «ΝΣυν» επίσης τον Αύγουστο του 2014: «Δεν νομίζω πως η ζωή κινείται τόσο μυθιστορηματικά. Σε μια κρίση άλλος ζητάει να βολευτεί, άλλος αλλάζει επιτήδευμα προκειμένου να είναι πάλι εκείνος που κερδίζει, άλλος καταστρέφεται και άλλος καταστρέφει πιστεύοντας πως δημιουργεί. Ας ξαναγυρίσουμε στα της Παιδείας. Αν το κάνουμε –και όχι με ψευτοσυζητήσεις περί κατάργησης ασύλου, άκρατης ιδιωτικοποίησης και άλλων αντιπνευματικών μετατοπίσεων –σε καμιά δεκαριά χρόνια μπορεί να ψελλίσουμε κάτι περί αισιοδοξίας».

Οι «μνημονιακοί»

Και η πλευρά των «μνημονιακών» πάντως δεν έμεινε χωρίς εκπροσώπους, ακόμη κι ορισμένοι εντάχθηκαν σ’ αυτή την κατηγορία χωρίς τη θέλησή τους. Κυρίως δύο τραγουδιστές που ποτέ στο παρελθόν δεν μοιράστηκαν κοινή διαδρομή: ο Νίκος Πορτοκάλογλου και ο Γιώργος Νταλάρας. Το πρώην μέλος των Φατμέ άναψε φωτιές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τέσσερις στίχους από το πρόσφατο σινγκλάκι του «Θα περάσει κι αυτό»: «Είναι η πόλη μου καμένη/είν’ η χώρα μου μισή/νικητές και νικημένοι/όλοι χάσαμε μαζί». Σύμφωνα με το λαϊκό δικαστήριο των social media το τετράστιχο θύμιζε τη λογική «μαζί τα φάγαμε» του Θόδωρου Πάγκαλου (ε, και;). Ο Γιώργος Νταλάρας, από την άλλη, δέχτηκε γιαούρτια και νεράντζια επί σκηνής στις δωρεάν συναυλίες του στον Πειραιά την άνοιξη του 2012. Τότε η δήλωσή του ότι «το Μνημόνιο ήταν μονόδρομος» χρησιμοποιήθηκε από ακροατές σαν επιχείρημα για να ξεσπάσει η βία.