Είμαι από δεκαετίες τακτικός αναγνώστης του Μιχάλη Μητσού. Τα σχόλιά του με ενδιαφέρουν. Φαίνονται απλά, συνοπτικά και «εύκολα». Ρέουν. Στην πραγματικότητα, εκτός από καλογραμμένα, είναι πυκνά, φιλοσοφημένα και σύνθετα. Στηρίζονται συνήθως τόσο σε προσωπικές αναζητήσεις και έρευνες όσο και σε ουσιαστικές κριτικές αναγνώσεις και αυστηρές επιλογές από τις μεγαλύτερες ξένες εφημερίδες: είναι απίστευτο πόσες εφημερίδες και πόσα περιοδικά διαβάζει κάθε ημέρα. Εχει άποψη αλλά δεν σ’ την πετάει στα μούτρα. Προδίδει όμως έναν σκεπτόμενο άνθρωπο με μεγάλες προσωπικές ευαισθησίες και συνεπώς αμφιβολίες. Ή, αν προτιμάτε, αγωνίες. Αν όχι, όπως όλοι, ανασφάλειες. Τις καλύπτει και τις μάχεται πότε με παραπομπές στην ποίηση (ε, ναι!) και πότε με το χιούμορ.

Τα ξαναβρήκα όλα αυτά στις 539 σελίδες του ημερολογίου του τού 2014. Οχι, δεν πρόκειται για ανατύπωση των άρθρων του. Γιατί ο Μιχάλης Μητσός κάθησε και «ξανάγραψε» τη χρονιά. Με αναδρομές σε πολλά βιβλία, σε πολλά γεγονότα, σε πολλά κινηματογραφικά έργα, με πολλές αναφορές σε πρόσωπα, με πολλά ποιήματα –αποσπάσματα ή ολόκληρα. Και με αναμνήσεις. Μου έκανε επίσης εντύπωση το πόσα τραγούδια, ελληνικά και ξένα, τον έχουν συγκινήσει. Εμαθα διαβάζοντας το βιβλίο του ότι έχει στο σπίτι του έναν φάκελο με ποιητικά «διαμαντάκια», χρησιμοποιώντας την ίδια έκφραση με τον αξέχαστο Ζακ Μεναχέμ για επιλεγμένα τραγούδια.

Ο Μιχάλης Μητσός ξεκίνησε, όπως τόσες δεκάδες στελέχη της σημερινής δημοσιογραφίας, από την «Αυγή». Τον είχε συνεπάρει όμως το κίνημα των Σαντινίστας –και αυτή ήταν η πρώτη του αποστολή για τα «ΝΕΑ» με απόφαση του Καραπαναγιώτη, που μάλιστα, όταν επέστρεψε από την αποστολή αυτή και παρά το γεγονός ότι δεν τα πήγε και τόσο καλά, τον προσέλαβε κανονικά. Είναι πολλές οι αναφορές του Μιχάλη Μητσού στον τόσο σημαντικό Καραπαναγιώτη. Δίκαιες. Εχουμε όλοι δασκάλους σ’ αυτή τη δύσκολη εργασία που δεν διδάσκεται πραγματικά παρά μόνο στους τόπους της δουλειάς. Ημουνα τυχερός που ο «Καραπαναγιώτης» μου ήταν πρώτα ο Γ. Καράντζας (στη «Μάχη») και μετά ο Γ. Ανδρουλιδάκης (στην «Ελευθερία»). Τα μετέπειτα της Γαλλίας τα έχω γράψει αλλού.

Συνεπώς ο Μιχάλης Μητσός έχει αριστερές ρίζες. «Ανορθόδοξες» όμως. «Είναι αντικομμουνιστής» μου δήλωσε κάποτε μια αγαπητή φίλη, φανατική θαυμάστρια του Στάθη.Προσπάθησα να τη μεταπείσω. Απέτυχα. Εξάλλου αποφάσισε αργότερα, εκτός από τον «Ρίζο», να ψωνίζει όχι πια «ΤΑ ΝΕΑ» αλλά και την «Καθημερινή». Το βρήκα υπογείως λογικό: δέσποζε τότε εκεί ο Δελαστίκ και όχι μόνο.

Ο Μιχάλης Μητσός είναι σήμερα και από πολλά χρόνια ένας από κάθε άποψη προοδευτικός Ευρωπαίος. Στις 539 σελίδες του ημερολογίου του με την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον ισπανόφωνο κόσμο συνδιαλέγεται γνωρίζοντας πολλές γλώσσες και πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους. Ισχυρίζεται ότι, συνεσταλμένος, δεν τα καταφέρνει εύκολα με τις συνεντεύξεις (εγώ να δεις!). Υποψιάζομαι ότι δεν λέει αλήθεια: έχω διαβάσει αρκετές από αυτές. Κι ας ισχυρίζεται ότι «τέλος πάντων χρειάζεται θράσος για να παίρνεις καλές συνεντεύξεις. Εχω δικαιολογία». Δεν τον πιστεύω!

Και στα πολιτικά; Δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ. Εγραψε στις 24 Μαΐου: «Οχι,δεν φοβάμαι μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ μας πάρει τα σπίτια ή τις καταθέσεις, αυτό που με ανησυχεί δεν είναι τόσο οι συνέπειες μιας συγκεκριμένης πολιτικής, όσο ακραία κι αν είναι. Την προχειρότητα φοβάμαι, τον ερασιτεχνισμό και την άγνοια. Και πάνω απ’ όλα, την εκδίκηση». Σημειώνω ξανά την ημερομηνία της γραφής – 24 Μαΐου 2014.

Δεξιός δεν είναι, αριστερός δεν είναι «μήτε της πρώτης φοράς», πληγώθηκε έτσι (στο βιβλίο διακριτικά) με τις άδοξες περιπέτειες της λεγόμενης Κεντροαριστεράς στη χώρα μας. Ταυτόχρονα όμως είναι ιδιαίτερα αυστηρός με τον πρόεδρο Ολάντ (ίσως να φταίει το περιοδικό «Μαριάν» που τόσο συχνά αναφέρει) αλλά και με τον πρόεδρο Ομπάμα (το θεωρώ άδικο). Οχι, ο Ολάντ δεν μπορεί να κριθεί από την ιδιωτική του ζωή, από τις δημοσκοπήσεις και από τα όσα είχε υποσχεθεί και δεν έγιναν – έγιναν όμως πολλά και επέδειξε μεγάλη αποφασιστικότητα σε πολύ δύσκολες στιγμές, ενώ κατάφερε να επανασυνδέσει την ευρωπαϊκή σχέση της χώρας του με τη Γερμανία. Θα δούμε τον απολογισμό του το 2017, αν είναι υποψήφιος. Ο ίδιος εξαρτά δημόσια και λεβέντικα την υποψηφιότητα αυτή από το αν θα πετύχει ή όχι τη μείωση της ανεργίας. Και ο Ομπάμα έχει σημαντικό έργο στο ενεργητικό του, διεθνές (σταδιακό τέλος στις στρατιωτικές περιπέτειες που κληρονόμησε) και εσωτερικό (αναθέρμανση της οικονομίας, δημόσια υγεία κ.ά.). Η δήθεν απογοήτευση μερικών «εστέτ», που κάπως γρήγορα παραθέτει ο Μιχάλης Μητσός, με εξοργίζει. Οι περισσότεροι δεν την εξέφρασαν για τον Μπους και τον Σαρκοζί!

Μερικές φορές ο Μιχάλης Μητσός είναι όμως ιδιαίτερα αυστηρός, στα όρια της απελπισίας, και σε σχέση με τη δουλειά μας. Οχι για τους γνωστούς, θλιβερούς για όλους λόγους. Αλλά και γι’ αυτόν: αναφέρεται σε μια φράση από σημείωμά του για τον Κώστα Ονισένκο της «Καθημερινής» που διακρίθηκε καλύπτοντας τις τραγικές εξελίξεις στην Ουκρανία. Είχε χαρακτηρίσει τις ανταποκρίσεις του «υποδειγματικές αλλά όχι αντικειμενικές». Και λέει στο σχόλιό του: «Είναι ωραία φράση, πράγματι, δεν είναι φυσικά ολότελα δική μου, τίποτε δεν είναι δικό μου, όλα είναι δάνεια, μεταφορές, αναπαραγωγές, κλοπές, υιοθεσίες, όλα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν ειπωθεί».

Διαφωνώ με αυτήν τη «μαυρίλα». Τι του είχε συμβεί την Κυριακή 11 Μαΐου για να φτάσει στο σημείο αυτό; Ναι, από μια άποψη ελάχιστα από τα όσα γίνονται, λέγονται και γράφονται δεν έχουν κατά κάποιον τρόπο ξαναγίνει, ξαναειπωθεί και ξαναγραφεί. Το σημαντικό είναι ίσως το πώς, πότε και γιατί τα «ξαναγράφεις».

Ετυχε το τελευταίο διάστημα να διαβάσω ή να ξαναδιαβάσω βιβλία για τη δημοσιογραφία και τους δημοσιογράφους – πέρα από το δικό μου! Το ένα, τεραστίων διαστάσεων και απίστευτου πλούτου, είναι το «Ερωτικό λεξικό της δημοσιογραφίας» τού για τριάντα χρόνια διευθυντή της «Λιμπερασιόν» Σερζ Ζιλί (εκδόσεις Πλον). Το δεύτερο, τεχνοκρατικό θα έλεγα, διότι αμερικανικό, που με τόση καθυστέρηση μεταφράστηκε και στα γαλλικά, έχει τίτλο «Αρχές της δημοσιογραφίας» και είναι των Μπιλ Κόβατς και Τομ Ρόσενστιλ (έκδοση Φολιό). Και όμως διατηρώ τη (μακροπρόθεσμη) αισιοδοξία μου για το επάγγελμα. Συμμερίζομαι την άποψη του Χουάν Κρουθ της «Ελ Παΐς» (4 Ιουλίου στο βιβλίο του Μιχάλη Μητσού) ότι «δεν περνά κρίση η δημοσιογραφία αλλά η βιομηχανία που την παράγει. Οι δημοσιογράφοι θα συνεχίσουν να λένε στους ανθρώπους τι συμβαίνει στους ανθρώπους είτε μέσω του χαρτιού είτε μέσω του υπολογιστή, της ταμπλέτας ή οποιουδήποτε άλλου μέσου». Συμπληρώνω, αρκεί να είναι δημοσιογράφοι.

Το τρίτο βιβλίο που διάβασα πρόσφατα είναι το υπέροχο «Στη Γαλλία» (εκδόσεις Ολιβιέ) της Φλοράνς Ομπενά, μιας δημοσιογράφου (τότε στη «Λιμπερασιόν» και τώρα στη «Μοντ») που την κράτησαν όμηρο σχεδόν έξι μήνες στο Ιράκ.

Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει μια σειρά ρεπορτάζ της Ομπενά στη λεγόμενη «βαθιά Γαλλία» των ανθρώπων που σε πόλεις και χωριά υποφέρουν από την κρίση, ψήφιζαν Αριστερά και τώρα ψηφίζουν Μέτωπο ή τίποτε. Δεν παρεμβάλλεται η Ομπενά, δεν κρίνει, δεν εκφράζει άποψη. Απλά ακούει, βλέπει, καταγράφει. Υπέροχο. Θα ήταν χρήσιμο και εδώ που νομίζουμε ότι τα προβλήματα της κρίσης είναι μόνο ελληνικά και η αιτία τους «οι ξένοι». Και ότι οι λύσεις πάνε από καφενείο σε καφενείο.

Ας μου επιτραπεί να αντιγράψω την τελευταία αράδα από την τελευταία σελίδα του «Ημερολογίου» (32 Δεκεμβρίου) για να «κλείσω» αυτό το σημείωμα για τούτο το εξαιρετικό βιβλίο που μας πάει σε χίλια μέρη, μας ξεναγεί σε χίλιες ιδέες, μας γνωρίζει χίλιους ανθρώπους που αξίζει να συναντήσουμε: «Η αγάπη θα μας σώσει αδέρφια. Και οι ιστορίες, φυσικά».

Η Λεπέν και η ανησυχία

Ο Μιχάλης Μητσός – και έχει δίκιο – ανησυχεί πολύ για το αν η Μαρίν Λεπέν μπορεί να εκλεγεί το 2017 πρόεδρος της πέμπτης δύναμης στον κόσμο και δεύτερης στην Ευρώπη. Το ερώτημα το συναντάς συχνά στις σελίδες του «Ημερολογίου» και κυριαρχεί στις συζητήσεις του συγγραφέα με γάλλους συνομιλητές του. Με τον ίδιο τρόπο σε ρωτούν στη Γαλλία για τη νεοναζιστική ΧΑ, παρά τις διαφορές. Αλλά συμβαίνει το ίδιο και σε πολλές άλλες χώρες. Το απέδειξε το 2014. Το αποδεικνύει και το 2015. Προσωπικά δεν θεωρώ πιθανή – για το 2017 – τη νίκη της ήδη ηθικά υποβαθμισμένης Μαρίν.

Ο Ριχάρδος Σωμερίτης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο: «Οι λέξεις και οι μάχες» (εκδ. Πατάκη)