«Η υπόσχεση»: «Το τρένο ξεκίνησε με ένα ελαφρύ τράνταγμα. Ο κρότος που έκαναν οι ρόδες έπνιγε τη συζήτηση των δικηγόρων, τη μετέτρεπε σε απλό ψίθυρο. Επειτα όμως το απότομο κούνημα και ο κραδασμός έγιναν σιγά σιγά ένα ρυθμικό λίκνισμα, μια ατσάλινη κούνια που λικνιζόταν στη ρέμβη. Και ενώ κάτω οι ρόδες με έναν διαρκή κρότο όδευαν αόρατα προς τα εμπρός, με προσδοκίες διαφορετικές για τον καθένα, οι σκέψεις του ζευγαριού ταξίδευαν ονειροπολώντας στο παρελθόν» (Στέφαν Τσβάιχ: «Ταξίδι στο παρελθόν»). Πόσο λέτε να κράτησε όλο αυτό; Μία ώρα ή πέντε λεπτά;

Καθένας από εμάς αποτελεί και μια μηχανή του χρόνου –δυστυχώς προγραμματισμένη για να προχωρά μονάχα προς το μέλλον. Και όμως, η ακλόνητη αυτή βεβαιότητα έχει δύο ισχυρούς αντιπάλους. Ο ένας είναι η επιστήμη, που έχει πλέον αποδείξει πως ο χρόνος κυλάει πιο αργά όταν κανείς βρίσκεται πιο κοντά στη Γη. Ο άλλος είναι το ανθρώπινο πάθος. Πέντε λεπτά βασανιστικής επιθυμίας μπορούν άνετα να καλύψουν ωκεανούς χρόνου –αποδεικτικά στοιχεία καταθέτουν, αιώνες τώρα, ποιητές και λογοτέχνες. Ενας εξ αυτών ήταν και ο Τσβάιχ. Που ευτύχησε να βρει στο πρόσωπο του Πατρίς Λεκόντ τον ιδανικό κινηματογραφικό του εκπρόσωπο.

Γιατί ο Πατρίς Λεκόντ στήνει ταινίες για την επιθυμία, την προσμονή. Από τον «Εραστή της κομμώτριας» μέχρι το «Ερωτικό ταγκό» και από τον «Ανθρωπο του τρένου» (το αριστούργημά του) μέχρι τον «Δήμιο του Σεν Πιερ», οι ήρωες του Πατρίς Λεκόντ ασφυκτιούν σιωπηλά, απολύτως καθηλωμένοι ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Η κάμερα τους παρακολουθεί συνήθως αισθαντικά, αλλά με μικρούς, ξαφνικούς κραδασμούς, που τονίζουν με τον πιο κινηματογραφικό τρόπο τις εντάσεις που κρύβει μια σιωπή –«κόλπο» που ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνει και εδώ.

Η ιστορία; Στη Γερμανία, το 1912, ένας νεαρός, ταπεινής καταγωγής, βρίσκει δουλειά σε ένα εργοστάσιο χάλυβα και γίνεται, σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, το δεξί χέρι του βαριά άρρωστου ιδιοκτήτη. Θα μετακομίσει μάλιστα στο σπίτι του –εκεί όπου θα ερωτευτεί την κατά πολύ νεότερη σύζυγο του αφεντικού του. Τα νεύματα αφθονούν, όχι όμως και τα αγγίγματα. Εκείνος θα υποχρεωθεί να αφήσει τη Γερμανία. Και εκείνη θα του δώσει μια υπόσχεση –που θα απαιτήσει τη δική της «πληρωμή» οκτώ χρόνια μετά.

Είναι η πρώτη αγγλόφωνη παραγωγή του Λεκόντ, και είναι προφανές πως το όλο δράμα λειτουργεί καλύτερα στις σιωπές. Στο πρόσωπο του Αλαν Ρίκμαν ο σκηνοθέτης μοιάζει να έχει βρει το ιδανικό αντίστοιχο του Ζαν Ροσφόρ. Η κάμερα όμως μαγεύεται και από τον έρωτα του πρωταγωνιστικού ζεύγους: η Ρεμπέκα Χολ αποδεικνύεται ικανότατη εδώ, συμπληρώνοντας σχεδόν μόνη της το κενό που αφήνει η κάπως συνεσταλμένη παρουσία του Ρίτσαρντ Μάντεν. Το δε σενάριο κρατά μόνο τα απολύτως απαραίτητα –το τελευταίο του μέρος, το πιο δυνατό, δείχνει να «ξεφορτώνεται» κάπως γρήγορα κάποιες δραματουργικές σταθερές. Αυτές όμως οι αδυναμίες αφορούν μονάχα τους ανατόμους. Και κάποιες ταινίες κερδίζουν την αγάπη σου ερήμην τους.

Βαθμοί: 7