Τρεις μόλις ημέρες μετά τη συνάντησή του στις Βρυξέλλες με την Ανγκελα Μέρκελ –και την καταστροφική συνεδρίαση του Eurogroup, όπου ο Γιάνης Βαρουφάκης εμφανίστηκε απομονωμένος –ο Αλέξης Τσίπρας είχε νέα τηλεφωνική επικοινωνία με τη γερμανίδα καγκελάριο.

Η συνομιλία τους συμπεριλαμβανομένης της μετάφρασης είχε διάρκεια 50 λεπτών. Οι πληροφορίες επιμένουν ότι η κυρία Μέρκελ συνέστησε στην ελληνική πλευρά επιτάχυνση των διαδικασιών στη διαπραγμάτευση και περαιτέρω εξειδίκευση των προτάσεων για μεταρρυθμίσεις. Από την πλευρά του, ο Πρωθυπουργός επανέλαβε στη συνομιλήτριά του ότι επιδίωξη της κυβέρνησής του είναι η εξεύρεση λύσης και η επίτευξη συμφωνίας το συντομότερο δυνατόν. Εξήγησε μάλιστα ακόμη μία φορά στην Ανγκελα Μέρκελ ότι τα χρονικά περιθώρια είναι ασφυκτικά. Επομένως, εφόσον κλείσει η επίμαχη συμφωνία, θα πρέπει άμεσα να δρομολογηθεί η παροχή ρευστότητας για να αποφευχθεί ο οικονομικός στραγγαλισμός της χώρας.

Η καγκελάριος επανέλαβε στον Πρωθυπουργό αυτό που είπε στη δήλωσή της το βράδυ της Πέμπτης, ότι δηλαδή θα πρέπει να αποτραπεί η οικονομική ασφυξία της Ελλάδας με την απελευθέρωση της χρηματοδότησης.

Το Μαξίμου εμφανιζόταν ικανοποιημένο από το τηλεφώνημα και μάλιστα κυβερνητικές πηγές έλεγαν αργότερα ότι «η συζήτηση που έγινε σε θετικό κλίμα, ήταν σε συνέχεια της συνάντησης των δύο ηγετών στις Βρυξέλλες». Να σημειωθεί ότι μετά το ραντεβού Τσίπρα – Μέρκελ την περασμένη Πέμπτη υπήρχε ανοιχτό το ενδεχόμενο και δεύτερης συνάντησής τους την ίδια ημέρα. Επειδή όμως αυτό δεν κατέστη εφικτό, οι δύο συμφώνησαν να διατηρούν ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας. Αρμόδιοι παράγοντες σχολίαζαν χθες ότι κατά τη συνομιλία του Πρωθυπουργού με την καγκελάριο εκφράστηκε η κοινή βούληση για σταθερή επικοινωνία μεταξύ τους προκειμένου να υπάρξει άμεσα αμοιβαία επωφελής λύση.

ΓΕΦΥΡΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. Την ίδια ώρα υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη υποβάθμιζαν τα σενάρια περί εκλογών και σχολίαζαν ότι δεν υπάρχει αυτή η πιθανότητα, κάτι βεβαίως το οποίο συνέδεαν με την αισιοδοξία τους για θετική έκβαση της διαπραγμάτευσης. Ο Αλέξης Τσίπρας είχε τηλεφωνική επικοινωνία και με τον πρόεδρο του Eurogroup Γερούν Ντεϊσελμπλούμ, ακόμη ένα ενδεικτικό στοιχείο της μερικής απομόνωσης του Γιάνη Βαρουφάκη. Αλλωστε εξαρχής ο Ντεϊσελμπλούμ έδειχνε ότι προτιμά την επικοινωνία με τον Αλέξη Τσίπρα στη βάση μιας πιο εύκολης συνεννόησης. Σε κάθε περίπτωση, το Μαξίμου αρνείται να παραδώσει στους δανειστές το κεφάλι Βαρουφάκη επί πίνακι. Ειδικά μετά το τελευταίο μαστίγωμα του υπουργού Οικονομικών από τους ομολόγους του στη Λετονία, ο Πρωθυπουργός δεν συζητεί καν την αντικατάστασή του –τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Παρ’ όλα αυτά, ο Αλέξης Τσίπρας λαμβάνει τα μέτρα του για την πρόοδο της διαπραγμάτευσης και χθες ουσιαστικά επιβεβαίωσε το ρεπορτάζ των «ΝΕΩΝ» για την απομάκρυνση του στενού συνεργάτη του κ. Βαρουφάκη, Ν. Θεοχαράκη, με την επιστροφή – αποκατάσταση του Γιώργου Χουλιαράκη ως επικεφαλής της διαπραγμάτευσης. Ωστόσο το Μαξίμου δεν προτίθεται να αδειάσει τον υπουργό Οικονομικών. Μετά τη συνάντηση Τσίπρα – Βαρουφάκη το βράδυ του Σαββάτου στο πρωθυπουργικό γραφείο, κύκλοι της κυβέρνησης σχολίαζαν πως «δεν υπάρχει κανένα απολύτως θέμα με τον Βαρουφάκη», ενώ σημείωναν ότι το κλίμα στο Eurogroup δεν ήταν τόσο εχθρικό για τον έλληνα υπουργό Οικονομικών.

Το Μαξίμου όμως έστειλε ακόμη ένα μήνυμα. Οτι δεν επιθυμεί εκλογές, αλλά αντιθέτως θα επιδιώξει τη λύση-συμφωνία έως τα τέλη του μήνα ή αρχές του Μαΐου.

«ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΜΟΣ». Tην ώρα που ο Τσίπρας επιδιώκει πολιτικές λύσεις στο πρόβλημα ρευστότητας, ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης επισημαίνει ότι αν (οι δανειστές) επιμείνουν στον στραγγαλισμό προηγούνται σαφώς οι ανάγκες του λαού. Με συνέντευξή του στην «Αυγή της Κυριακής» ο κ. Δραγασάκης αναφέρεται στο ταμειακό αδιέξοδο και τονίζει ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί διότι δημιουργεί προϋποθέσεις ύφεσης και η κοινωνία δεν αντέχει άλλη ύφεση, άλλη ανεργία, άλλη λιτότητα. Και εξηγεί: «Διότι αν αυτό συμβεί, μπορεί να υποχρεωθούμε να πάρουμε από μόνοι μας μέτρα που τώρα προσπαθούμε να αποφύγουμε. Και ίσως αυτό να επιθυμούσαν κάποιοι. Γι’ αυτό χρειάζεται να γίνει τώρα τμήμα της διαπραγμάτευσης και της λύσης η αντιμετώπιση του προβλήματος της ρευστότητας».