Η Ταφή του Κόμη του Οργκάθ «είναι ένας από τους λαμπρότερους πίνακες που υπάρχουν στην Ισπανία. Οι ξένοι έρχονται να τον δουν γεμάτοι θαυμασμό και οι κάτοικοι της πόλης δεν κουράζονται ποτέ να τον θαυμάζουν γιατί ανακαλύπτουν πάντοτε σ’ αυτόν καινούργια πράγματα, αφού εδώ απεικονίζονται πολλοί σημαντικοί άνθρωποι του καιρού μας ζωγραφισμένοι εκ του φυσικού». Τα υμνητικά αυτά λόγια γράφονται το 1612, δυο χρόνια πριν από τον θάνατο του ζωγράφου, από τον Francisco de Pisa στην Περιγραφή της αυτοκρατορικής πόλεως του Τολέδο. Αλλά και στους αιώνες που ακολούθησαν, όταν ο δημιουργός είχε περιπέσει στην αφάνεια, ο επιβλητικός πίνακας της Ταφής δεν έπαψε να θαυμάζεται ως ένα από τα αριστουργήματα της ιστορίας της τέχνης. Το έργο βρίσκεται ακόμη και σήμερα στο παρεκκλήσιο της Παναγίας, στην εκκλησία του Αγίου Θωμά, που ήταν και η ενορία του ζωγράφου, και αποτελεί απόλυτο προορισμό και προσκύνημα για τους λάτρεις της τέχνης.
Ο Don Gonzalez Ruiz de Toledo, καγκελάριος της Καστίλλης και κύριος της πόλης του Οργκάθ, σύμφωνα με τον Pedro de Alcocer (Historia de Toledo, 1554), καταγόταν από τη βυζαντινή οικογένεια των Παλαιολόγων. Ανάμεσα στα πολυάριθμα φιλανθρωπικά του έργα, είχε ανοικοδομήσει και την εκκλησία του Αγίου Θωμά, όπου και είχε ταφεί. Πέθανε το 1323 και, σύμφωνα με την παράδοση, «όταν οι ιερείς ετοιμάζονταν να τον θάψουν έγινε ένα ανήκουστο θαύμα: o Αγιος Στέφανος και ο Αγιος Αυγουστίνος κατέβηκαν από τoν ουρανό και τον ενταφίασαν με τα ίδια τους τα χέρια». Αυτά αναφέρει η επιτύμβια επιγραφή που διαβάζουμε κάτω από τον επιβλητικό πίνακα της Ταφής. Ο εφημέριος του Αγίου Θωμά Andrès Nunez πέτυχε το 1570 την επίσημη αναγνώριση του θαύματος από την εκκλησία και πήρε την άδεια από τον Αρχιεπίσκοπο Quiroga να παραγγείλει έναν πίνακα που θα απομνημόνευε αυτό το υπερφυσικό γεγονός.
Το συμβόλαιο προσδιόριζε το θέμα και τη σύνθεση με τα δύο επίπεδα: το επίγειο τμήμα με τη νεκρώσιμη ακολουθία και το θαύμα της ταφής καθώς και την επουράνια δόξα. Η έμπνευση, οι συνθετικές λύσεις και οι τολμηρές καινοτομίες του πίνακα ανήκουν, ωστόσο, αποκλειστικά στον ζωγράφο. Η σκηνή του θαύµατος απεικονίζεται στο κάτω μέρος της σύνθεσης, στο επίγειο τµήµα. Μπροστά στα έκθαμβα μάτια των παρισταμένων, ο νεαρός Αγιος Στέφανος και ο ηλικιωμένος Αγιος Αυγουστίνος ανακρατούν το σώμα του νεκρού ιππότη, περίφρακτου μέσα στη βαρύτιμη πανοπλία του, και ετοιμάζονται να το αποθέσουν στον τάφο, που βρισκόταν στην κρύπτη ακριβώς κάτω από τον πίνακα. Οι Αγιοι, καθώς σκύβουν, σχηματίζουν μια προστατευτική αψίδα, που αγκαλιάζει το σώμα του νεκρού. Η στίλβουσα μαύρη ατσάλινη πανοπλία με τα χρυσά κοσμήματα αφήνει ακάλυπτο μόνο το πελιδνό πρόσωπο του ιππότη. Επάνω της ανακλώνται πρόσωπα, λεπτομέρειες και χρώματα από τον περιβάλλοντα χώρο. Η πανοπλία είναι και αυτή σύγχρονη και εμπνέεται από την τελετουργική πολεμική περιβολή των ισπανών βασιλέων. Τα υπέροχα ζωγραφισμένα χρυσοκέντητα άμφια των δυο Αγίων λάμπουν πάνω στο σκοτεινό βάθος των μαύρων ενδυμάτων των ιδαλγών. Ο Γκρέκο ζωγράφισε τη σκηνή του λιθοβολισμού του Αγίου Στεφάνου στο επιγονάτιο της στολής του, ενώ στο επιτραχήλιο του Αγίου Αυγουστίνου παρέστησε ολόσωμους Αγίους. Με αυτούς τους εγκιβωτισμούς, την εικόνα μέσα στην εικόνα, μας θύμισε τη βυζαντινή καταγωγή της τέχνης του, με τα μαρτυρολόγια γύρω από την εικόνα του Αγίου, αλλά και τη θητεία του στη μικρογραφία. Η στατική εικόνα εμψυχώνεται από την ποικιλία των εκφράσεων των παρισταμένων, που παρακολουθούν με συγκρατημένη συγκίνηση όσα θαυμαστά συμβαίνουν σε γη και ουρανό. Με τα βλέμματα, τις χειρονομίες, τα έξοχα σχεδιασμένα χέρια τους, εκφράζουν την απορία, τη συγκίνηση, την έκστασή τους. Η εγκράτεια στην έκφραση των συναισθημάτων χαρακτηρίζει ολόκληρο το έργο του Γκρέκο και είναι και αυτό ένα τεκμήριο της καταγωγής του από τον πνευματικό κόσμο του Βυζαντίου.
Παρά τη μαρτυρία των συγχρόνων ότι εδώ έχουμε μια συνάθροιση εξεχόντων πολιτών, λίγοι έχουν ταυτιστεί με βεβαιότητα: ο ιερέας που διαβάζει το βιβλίο δεξιά, φορώντας ένα πλούσια κεντημένο επιτραχήλιο, θεωρείται ότι απεικονίζει τον εφημέριο του ναού και παραγγελιοδότη του έργου, Andrès Nunez. Ο ηλικιωμένος άνδρας με το ιερατικό μαύρο ένδυμα δεξιά είναι ο Antonio de Covarrubias, ο επιφανής ελληνιστής, φίλος του καλλιτέχνη, που τον αποκαλούσε «φως της οικουμένης». Τον αναγνωρίζουμε από τα δυο πορτρέτα που του αφιέρωσε ο ζωγράφος. Ανάμεσα στους ιδαλγούς, ο Γκρέκο παρέστησε και τον εαυτό του, όπως το συνήθιζαν οι καλλιτέχνες στην Ιταλία. Αντίθετα με όλους τους παρισταμένους, ο ζωγράφος μάς κοιτάζει κατάματα όπως και το οκτάχρονο αγόρι στο πρώτο επίπεδο αριστερά, που είναι ο γιος του Θεοτοκόπουλου και μελλοντικός συνεργάτης του, ο ζωγράφος και αρχιτέκτονας Χόρχε Μανουήλ. Η μυστηριώδης χρονολογία 1578, πλάι στην υπογραφή του ζωγράφου, πάνω στο μαντίλι της τσέπης του παιδιού, συμπίπτει µε τη χρονολογία της γέννησης του μοναχογιού του Γκρέκο. Τέλος, ο δημιουργός έδωσε στον γέροντα Αγιο Αυγουστίνο τα χαρακτηριστικά του Αρχιεπισκόπου Quiroga.
Η Ταφή του Κόμη του Οργκάθ, κορυφαίο έργο του Γκρέκο και αδιαμφισβήτητο αριστούργημα της παγκόσμιας ιστορίας της τέχνης, αποτελεί σταθμό στη δημιουργία του. Ο Θεοτοκόπουλος καταθέτει εδώ συµπυκνωµένη όλη τη σοφία της τέχνης του. Μέσα από αυτό το ορυχείο θα αναδυθεί το ώριμο έργο του. Με το κορυφαίο αριστούργημα της Ταφής κλείνει η πρώτη δημιουργική δεκαετία του Γκρέκο στο Τολέδο, που σηματοδοτείται από έργα σπάνιας ομορφιάς. Με τις επιτυχίες αυτές ο κρητικός ζωγράφος προσπάθησε και πέτυχε να επιβληθεί στις συνειδήσεις ως ο αδιαμφισβήτητος μονάρχης της ζωγραφικής στην παλιά αυτοκρατορική πόλη.