Εβδομήντα πέντε ημέρες μετά τις εκλογές, το κυβερνητικό σκάφος εξακολουθεί να πλέει στο πέλαγος της δημιουργικής ασάφειας: η υπερκινητικότητα του Πρωθυπουργού και ορισμένων υπουργών δεν έχει αποδώσει κάτι απτό, οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές δεν έχουν αποτέλεσμα και η πραγματική οικονομία κρατά την ανάσα της.

Από την πρώτη στιγμή, το ζητούμενο για τη χώρα ήταν η επιστροφή στην κανονικότητα: παρά την αποτυχία της προσπάθειας που έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση να βγει στις αγορές, τον περασμένο Οκτώβριο, ο ιδιωτικός τομέας είχε αναθαρρήσει προς τα τέλη της περασμένης χρονιάς.

Τα πάντα ανακόπηκαν στο άκουσμα της επίσπευσης των πολιτικών εξελίξεων, τον περασμένο Δεκέμβριο. Εκτοτε, η αγορά έχει μπει στον αυτόματο πιλότο –και η κυβέρνηση δεν έχει μπορέσει να ξεκλειδώσει το πιλοτήριο. Η αβεβαιότητα εντείνεται καθημερινά –και είναι πια δεδομένο ότι δεν πρόκειται να τερματιστεί σύντομα, παρά τις όποιες αποφάσεις του Eurogroup της 24ης Απριλίου.

Οπως είναι γνωστό, οι αγορές προεξοφλούν τα πάντα –και τώρα προβλέπουν ότι η λύση που θα δοθεί από τους δανειστές στο ελληνικό πρόβλημα ρευστότητας θα είναι προσωρινή. Κάθε εξέλιξη παραπέμπεται πια στη «μεγάλη συμφωνία» του Ιουνίου.

Ομως, αυτή η πεποίθηση έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Η μη δημιουργική αδράνεια στην οποία έχει καταδικαστεί θα μεταφραστεί σε δημοσιονομικό πρόβλημα το φθινόπωρο. Ποιοι και πώς θα πληρώσουν φόρους –όταν όλο και περισσότερες επιχειρήσεις βιώνουν μία σκληρή περίοδο χειμερίας νάρκης;

Το σκηνικό είναι ναρκοθετημένο: από τα σενάρια περί Grexit ώς τις φήμες για νέες εκλογές, τα πάντα τροφοδοτούν την αβεβαιότητα και ανακυκλώνουν την αποφυγή οποιασδήποτε επένδυσης. Η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να κόψει τον γόρδιο δεσμό που εν πολλοίς δημιούργησε με τις κινήσεις της. Ο χρόνος είναι χρήμα ή, τέλος πάντων, ρούβλια –αλλά στην προκειμένη περίπτωση είναι και ψήφοι.