Το Πάσχα, φέτος, μας βρίσκει να αναζητούμε την αλήθεια. Και αφού καθιερώθηκαν πια οι εκκλησιαστικές μεταφορές στον πολιτικό λόγο, ας θυμηθούμε τον Απόστολο Παύλο. Η αγάπη, έγραφε στην προς Κορινθίους επιστολή του, «ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται, ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία».

Πάρτε το όπως θέλετε, αλλά εγώ το παίρνω ως σχόλιο για την περίφημη Επιτροπή Αλήθειας την οποία συνέστησε η Πρόεδρος της Βουλής, δηλώνοντας προκαταβολικά ότι «η Επιτροπή συγκεντρώνει τα πυρά, δέχεται τις επιθέσεις εκείνων που νιώθουν ότι απειλούνται». Κι εγώ που δεν έχω λόγο να νιώθω ότι απειλούμαι, δοκιμάζω τα πυρά μου: τι νόημα έχει αυτή η Επιτροπή και ποιαν ακριβώς αλήθεια ερευνά;

Θα ήταν κάτι περισσότερο από αναγκαίο να ερευνηθεί και να απαντηθεί το απλό ερώτημα: πώς χτίστηκε το χρέος; Πού ξόδεψε η ελληνική Πολιτεία τα σχεδόν 200 δισ. που δανείστηκε κατά τη δεκαετία της ευημερίας, στα χρόνια που τα επιτόκια έγιναν ασήμαντα χαμηλά και η ένταξη στο ευρώ έκανε τις βρύσες να καταβρέχουν με φθηνά δανεικά τα δημόσια ταμεία; Πόσα πήγαν στην εξυπηρέτηση του παλιού χρέους; Πόσα έγιναν επενδύσεις και υποδομές; Πόσα πήγαν σε αχρείαστους εξοπλισμούς, υπερτιμολογημένα δημόσια έργα και συναφείς μίζες; Και πόσα καταναλώθηκαν σε μια δημόσια καταναλωτική δαπάνη, η ζήτηση για την οποία έμοιαζε ακόρεστη;

Αν κάποιος παρουσίαζε μιαν ολοκληρωμένη, απλή και εύληπτη, μα προπάντων κομματικά απροκατάληπτη και αξιόπιστη απάντηση σε αυτό το ερώτημα, το έθνος θα τους χρωστούσε χάριτες. Αλλά πιστεύει κανείς ότι η συγκεκριμένη Επιτροπή, που μοιάζει με προϊόν φραξιονισμού μέσα στο ίδιο το κυβερνών κόμμα, δίχως αξίωση οικουμενικότητας ή έλλειψης πολιτικής προκατάληψης, μπορεί να αποδώσει αξιόπιστη απάντηση; Εδώ κολλάει ο Απόστολος Παύλος. Για την αλήθεια, με την οποία η αγάπη συγχαίρει, αλλά «ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής, ου παροξύνεται».

Αλλωστε, οι εμπνευστές της Επιτροπής έκαναν σαφές ότι η αλήθεια δεν είναι ο σκοπός, αλλά το μέσον. Ωστε να κηρυχθεί το χρέος, ή κάποιο μέρος του, απεχθές, ειδεχθές, παράνομο και να αποκηρυχθεί ως τέτοιο. Και τι σε πειράζει να το ψάξουν; θα πει κανείς. Ασε το κορίτσι να ψάξει κι αν δεν το βρει τι είχαμε, τι χάσαμε.

Παραπέμπω στην απάντηση που, αρμοδιότερος εμού, έδωσε ο Γιάνης Βαρουφάκης, σε χρόνο ανύποπτο, το 2011, όταν σε ένα κείμενό του (στο Protagon) εξηγούσε γιατί είχε αρνηθεί να υπογράψει το αίτημα για τη συγκρότηση επιτροπής λογιστικού ελέγχου του χρέους –αυτό δηλαδή που δέχθηκε τώρα η Πρόεδρος της Βουλής. Από τους λόγους που είχε παραθέσει συγκρατώ δύο, τους σημαντικότερους. Ο ένας, πως «καμία επιτροπή δεν μπορεί ούτε να βρει τι έγιναν τα δανεικά ούτε σε ποιον χρωστάμε το χρέος σήμερα (αφού) τα ομόλογα αλλάζουν συνεχώς χέρια». Και ο άλλος, ότι «ο λογιστικός έλεγχος έχει νόημα μόνον εφόσον έχεις στόχο να πεις στους δανειστές σου ότι σκοπεύεις να τους καλέσεις σε διαπραγμάτευση κραδαίνοντας τη στάση πληρωμών ως διαπραγματευτικό χαρτί». Αλλά, Βαρουφάκης έφα, «η υπογραφή του Μνημονίου έθεσε τέλος στο σενάριο της στάσης πληρωμών» γιατί αυτό θα σήμαινε πλέον «έναν ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον της ΕΕ και μάλιστα από τα έξω».

Η συζήτηση θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, αλλά μπαίνω στον πειρασμό να προσθέσω ένα υστερόγραφο: το καλαίσθητο «τρέιλερ», με το οποίο διαφημίστηκε η συγκρότηση της Επιτροπής, θέτει το ερώτημα γιατί το χρέος αυξήθηκε την πενταετία του Μνημονίου. Αυξήθηκε πράγματι, κατά 20 περίπου δισ., από 300 σε 320. Αλλά την αμέσως προηγούμενη πενταετία, 2004-2009, το χρέος αυξήθηκε χωρίς Μνημόνιο κατά 120 δισ., από τα 180 στα 300. Να τα ψάξουμε, λοιπόν, τα 20. Αλλά γιατί να μην ψάξουμε τα 120; Μήπως επειδή, όπως θα έλεγε ο Αλέξης Τσίπρας, «βλέπουμε την ακίδα στο μάτι του αδελφού μας, αλλά δεν βλέπουμε το δοκάρι στο δικό μας (ή του συμμάχου μας) το μάτι»;