εταμόρφωσε την όψη του Πολυτεχνείου μέσα σε μια νύχτα και κατάφερε να διχάσει την ελληνική κοινωνία καθώς ορισμένοι το είδαν ως θετική παρέμβαση στον δημόσιο χώρο και άλλοι –οι περισσότεροι όπως φαίνεται –ως βανδαλισμό. Είναι όμως το τεράστιο γκραφίτι που κατέλαβε τους εξωτερικούς τοίχους του διατηρητέου κτιρίου αρκετό για να ποινικοποιήσει την τέχνη που από τους δρόμους και τη διάθεση της διαμαρτυρίας κατάφερε να μπει σε γκαλερί και μουσεία και να χτίσει μύθους, ενίοτε δε να αποδειχθεί προσοδοφόρα για τους δημιουργούς της;

Και ποια θα ήταν η αντίδραση αν πίσω από την τεράστια τοιχογραφία δεν βρισκόταν μια ελληνική ομάδα αλλά ο διάσημος γκραφιτάς Μπάνκσι; Για ποιον λόγο αισθανόμαστε έως και ευλογία όταν αντικρίζουμε σε ορισμένους τοίχους τη σφραγίδα ενός γκραφίτι, την ώρα που ενοχλούμαστε από ένα άλλο χαρακτηρίζοντάς το «επιθετικό» και το ταυτίζουμε με τη βρωμιά και την παρανομία;

ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ. Ακόμη και στην περίπτωση που η εικαστική παρέμβαση έφερε μια διάσημη υπογραφή όπως εκείνη του μυστηριώδους γκραφιτά –την πραγματική ταυτότητα του οποίου δεν έχει εντοπίσει κανένας ώς σήμερα –οι αντιδράσεις θα ήταν πολλές, καθώς οι έλληνες γκραφιτάδες παρέβησαν έναν από τους βασικούς κανόνες της δουλειάς: δεν βάφεις αρχαιολογικούς χώρους, μνημεία και εκκλησίες. Οι άλλοι δύο –για την ιστορία –είναι ότι δεν βάφεις πάνω σε άλλο γκραφίτι και δεν επεμβαίνεις στην περιοχή κάποιας ομάδας χωρίς να έχεις έρθει σε επαφή μαζί της.

Πιθανότατα αρκετοί θα ήταν όμως εκείνοι που θα το ξανασκέφτονταν πριν να αφορίσουν την παρέμβαση. Ισως όχι άδικα, αν αναλογιστεί κάποιος ότι εδώ και δύο δεκαετίες ο βρετανός καλλιτέχνης έχει καταφέρει με τη δουλειά του όχι μόνο να αναδειχθεί σε έναν από τους πλέον «καταζητούμενους» των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αλλά και να τολμήσει να ασκήσει ιδιαιτέρως αιχμηρή κριτική στην πολιτική εξουσία, με αποτέλεσμα κάθε νέο αποτύπωμά του να γίνεται μονομιάς θέμα στις εφημερίδες και αγαπημένο θέμα συζήτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Τι κι αν κάποιοι τον κατηγορούν ότι δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αντιγράφει παλαιότερους γκραφιτάδες, και δη τον «πατριάρχη του στένσιλ» Μπλεκ Λε Ρατ; Το βέβαιο είναι ότι κι εκείνος με τη σειρά του έχει δημιουργήσει σχολή με εντελώς αναγνωρίσιμο ύφος και έχει ζωγραφίσει τα έργα του σε τοίχους, βαγόνια τρένων και ρολά καταστημάτων –στα συνήθη δηλαδή θύματα των γκραφιτάδων –έως στα χαλάσματα στη Λωρίδα της Γάζας, γεγονός που τον κρατά πάντα στον αφρό της επικαιρότητας ανεβάζοντας ταυτοχρόνως και το κασέ του.

Στην περίπτωση του Πολυτεχνείου ήδη αναζητούνται τρόποι για να επανέλθουν οι όψεις στην προτέρα κατάστασή τους. Στην περίπτωση όμως που το γκραφίτι έφερε μια τέτοια υπογραφή, τότε μάλλον δεν θα αναζητούνταν τρόποι αποκατάστασης αλλά αποτοίχισης, όπως έχει συμβεί επανειλημμένως στο εξωτερικό. Εκεί όπου οι ιδιοκτήτες των τοίχων, μετά την πρώτη γκρίνια για τους «βανδάλους» που κατέστρεψαν την περιουσία τους, συνειδητοποιούν (ή ενημερώνονται) την ταυτότητα του δημιουργού και ο βανδαλισμός αίφνης μετατρέπεται σε θησαυρό, οπότε σπεύδουν να το αποσπάσουν και να το πουλήσουν, δεδομένου ότι οι δημιουργίες του Μπάνκσι, οι οποίες έχουν φιλοξενηθεί σε γκαλερί, έχουν εκτιναχθεί έως και τις 404.000 ευρώ. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και στην περίπτωση του Μπάνκσι δεν έχουν υπάρξει έργα του θύματα όσων δεν συμφωνούν με την τέχνη του δρόμου, όπως συνέβη το 2009 όταν δύο δημιουργίες του απομακρύνθηκαν από συνεργεία του δήμου του Λονδίνου με μάνικες.

Ο ΔΙΕΘΝΗΣ ΦΑΪΤΑΚΗΣ. Με άρωμα πολιτικής ή κοινωνικής διαμαρτυρίας το γκραφίτι έχει από πολλούς συνδεθεί με την κουλτούρα του χιπ χοπ, αλλά όπως καθετί που γεννιέται στον δρόμο και τελεί εν εξελίξει εξακολουθεί να είναι παραδομένο σε διαφορετικούς μύθους. Και αν άλλοι επιδίδονται στο να επαναλαμβάνουν την υπογραφή τους παντού (τα λεγόμενα tags) κι άλλοι να ζωγραφίζουν ολόκληρες παραστάσεις σε μεγάλες επιφάνειες, άλλοι να υπερασπίζονται το άσπρο – μαύρο κι άλλοι να λατρεύουν μια μεγάλη γκάμα χρωμάτων, το βέβαιο είναι πως δύσκολα μπορεί να είναι κάποιος αρνητικός όταν βλέπει ένα έργο του Στέλιου Φαϊτάκη –π.χ. έξω από την Ελαΐδα –όπου το πολιτικό μήνυμα συναντά την τεχνοτροπία της αγιογραφίας, τα χέρια σε στάση προσευχής –σε έναν τυφλό τοίχο στην άνοδο της Πειραιώς –που έφτιαξαν οι Μανώλης Αναστασάκος, Δημήτρης, Μπάμπης και Θανάσης Κρέτσης ή τα σχεδόν καρτουνίστικα πρόσωπα του Αλέξανδρου Βασμουλάκη στην καρδιά του Ψυρή.

Ισως επειδή δεν υπάρχουν καλοί και κακοί γκραφιτάδες, νόμιμοι και παράνομοι καλλιτέχνες, αλλά επειδή μερικές γωνιές της πόλης έχουν ανάγκη από το μαγικό άγγιγμα της τέχνης, από το μεθυστικό κοκτέιλ χρώματος και φαντασίας και κάποιες άλλες μπορούν να στέκουν μόνο με το βάρος της ιστορίας τους, έχοντας ως συντροφιά τη σκιά τους. Και ίσως τελικά επειδή ο δημόσιος χώρος διατηρεί τον δημόσιο χαρακτήρα του όταν μπορεί να τους χωρά όλους: και εκείνους που θέλουν να εκφραστούν και εκείνους που υπερασπίζονται τα μνημεία.