Τι σημαίνει «μεγάλος δημοσιογράφος»; Για μένα ένα αυθεντικό παράδειγμα ήταν ο Ερίκ Ρουλό. Ο οποίος ήταν επίσης ένας από τους λίγους «μεγάλους» του επαγγέλματος που ασχολήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες με τις περιπέτειες της χώρας μας. Με αγάπη. Αλλά αυστηρά. Χωρίς μεγάλα λόγια. Αλλά μερικές φορές με μεγάλο κόστος. Γιατί οι αλήθειες ενοχλούν.

Γράφω «ήταν» για τον Ερίκ και σφίγγεται η καρδιά μου. Μας άφησε χρόνους χθες στο Ιζές της Νότιας Γαλλίας, όπου πέρασε τα δύσκολα τελευταία του χρόνια. Δεν μπορούσε πια να ταξιδέψει όσο θα το ήθελε και ήταν δύσκολο πια και να τον επισκεφθείς. Κι ας ήταν μέχρι το τέλος τόσο παραγωγικός: έγραψε και εξέδωσε ένα μεγάλο δημοσιογραφικά αυτοβιογραφικό βιβλίο («Στα παρασκήνια της Μέσης Ανατολής», Εκδόσεις Φαγιάρ), ενώ κάθε τόσο δημοσίευε υπέροχες αναλύσεις στη «Μοντ Ντιπλοματίκ».

Ο Ερίκ Ρουλό γεννήθηκε το 1929 στο Κάιρο. Ηταν γόνος παλαιάς εβραϊκής οικογένειας –το πραγματικό του όνομα ήταν Ελί Ραφούλ. Αρχισε να δημοσιογραφεί πολύ νέος και υπήρξε μέλος του νεοσύστατου τότε ΚΚ της Αιγύπτου όπως και ο πιστός του φίλος και συνεργάτης Ζαν Γκεράς (Ζαν Κιραζιάν). Μαζί τούς αφαίρεσαν την ιθαγένεια (αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να τους αφαιρέσουν την αγάπη για την πατρίδα τους), μαζί τους έδιωξαν από την Αίγυπτο (1951), μαζί διάλεξαν τη Γαλλία και τη γαλλική δημοσιογραφία ξεκινώντας από το AFP –το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων -, μαζί τούς προσέλαβε η «Μοντ».

Ο Ερίκ ειδικεύτηκε φυσικά στα της Μέσης Ανατολής. Κατάφερε να συνδεθεί φιλικά με τους κυριότερους πρωταγωνιστές αυτής της μόνιμα ανάστατης περιοχής. Γιατί όλοι εκτιμούσαν τον έντιμο επαγγελματισμό του και την οξύτητα της σκέψης του. Αυτός κατάφερε να αποσπάσει την πρώτη μεγάλη συνέντευξη του Νάσερ σε δυτική εφημερίδα –και μπορεί η ισραηλινή Μοσάντ να τον είχε συχνά στο στόχαστρο, οι κυριότεροι «πατέρες» του Ισραήλ όμως τον ήθελαν φίλο. Κι ας είχε προσωπική σχέση με τον Αραφάτ και την παλαιστινιακή ηγεσία. Είναι σημαδιακό ότι ένας από τους σημαντικότερους παλαιστίνιους ηγέτες, ο Αμπού Ιγιάντ, υπεύθυνος των παλαιστινιακών μυστικών υπηρεσιών που ζούσε κρυπτόμενος στην Τύνιδα, στον Ρουλό εμπιστεύτηκε την προσωπική του ιστορία με αποτέλεσμα ένα πολύκροτο βιβλίο: «Αμπού Ιγιάντ, Παλαιστίνιος χωρίς πατρίδα» (1978, Εκδόσεις Φαγιόλ) με τολμηρό άνοιγμα για διαπραγμάτευση συγκατοίκησης με το Ισραήλ. Δυστυχώς, οι μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ τον δολοφόνησαν. Σε ξένο έδαφος!

Ο Ρουλό ασχολήθηκε με «τα δικά μας» κυρίως από το 1965 και μετά. Οι ανταποκρίσεις από την Αθήνα για τα «Ιουλιανά» έκαναν πάταγο και κινητοποίησαν εναντίον του την τότε κρατική προπαγάνδα των αποστατών. Φρόντιζε να συγκεντρώνει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία –και έτσι γνωριστήκαμε. Συνεχίσαμε φυσικά και μετά την 21η Απριλίου 1967. Εγινα έτσι τακτικός συνεργάτης της μεγάλης εφημερίδας. Και κυρίως φίλος με τον Ερίκ, τον Γκεράς και λίγο αργότερα με τον Πολ-Ζαν Φραντσεσκινί, που επίσης ασχολήθηκε με τα δικά μας.

Εχω γράψει πολλά για την περίοδο εκείνη στο «Οι λέξεις και οι μάχες», ένα βιβλίο μου που εκδόθηκε το φθινόπωρο του 2013 από τον Πατάκη. Για το πώς είχε δει στο Παρίσι τον Καραμανλή τον Ιούνιο του 1974, για το πώς πήγε στην Κύπρο με το πραξικόπημα και την εισβολή και μετά ήρθε στην Αθήνα με την πτώση της δικτατορίας. Είχα προσπαθήσει τα επόμενα χρόνια να τον πείσω ότι δεν έπρεπε να χαθούν, έτσι, τα τόσα μπλοκάκια με τις σημειώσεις του, αλλά να μας προσφέρει την πολύτιμη μαρτυρία του. Δυστυχώς δεν τον έπεισα. Ελπίζω όμως τα«μπλοκάκια» να βρεθούν.

Ο Ρουλό ασχολήθηκε στη συνέχεια με το Ιράν –στο σπίτι του απέναντι από το Πάνθεο γνώρισα τον προοδευτικό πρώτο πρόεδρο μετά την επανάσταση του Χομεϊνί, τον Μπάνι Σαντρ, που τον παραμέρισαν οι αγιατολάδες γιατί διαφώνησε με τις θεοκρατικές επιδιώξεις τους. Το 1981 ο Σοσιαλιστής Φρανσουά Μιτεράν έγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας. Οπως ο Ρουλό συνδεόταν και με τον Καντάφι, του ανέθεσε μυστική αποστολή με στόχο να αποφευχθεί ένοπλη σύγκρουση μαζί του στο Τσαντ. Το 1985 τον διόρισε πρεσβευτή στην Τυνησία (ακόμα θυμάμαι τις κραυγές διαμαρτυρίας των διπλωματών) και αργότερα στην Αγκυρα. Το ήξερε ότι αποδεχόμενος αυτές τις ευθύνες δεν θα μπορούσε πια να επιστρέψει στη «μαχόμενη δημοσιογραφία».

Συνέχισε έτσι μόνο με τις λαμπρές αναλύσεις στη «Μοντ Ντιπλοματίκ» και με την παροχή συμβουλών σε όσους (επισήμους) τις ζητούσαν. Εκανε έως το τέλος ό,τι ήταν δυνατό για την ειρήνη στην Παλαιστίνη, αλλά ήταν σαφές ότι σε αντίθεση με το παρελθόν και τη στενή σχέση του με εκείνους που οικοδόμησαν το Ισραήλ δεν είχε πια κοινή γλώσσα με τους εθνικιστές επιγόνους τους.

Ο Ριχάρδος Σωμερίτης είναι έλληνας δημοσιογράφος και συγγραφέας