Το βιντεάκι κυκλοφορεί κάποια χρόνια στο YouTube: αμερικανός δημοσιογράφος τρέχει με ένα μικρόφωνο προς το μέρος του Αλ Πατσίνο και τον ρωτά ποια είναι η αγαπημένη ταινία του. Ο αμερικανός τιτάνας «μπλοκάρει» και μονάχα μία ταινία του έρχεται στον νου: «Το δένδρο με τα τσόκαρα», ο Χρυσός Φοίνικας του 1978 που κέρδισε –για την Ιταλία –ο Ερμάνο Ολμι. Που φυσικά, έχει αφήσει ένα ανεξίτηλο στίγμα στον ιταλικό κινηματογράφο από την πρώτη του ταινία, «Οταν σταμάτησε ο χρόνος», του 1959, μέχρι σήμερα, με φιλμ-σταθμούς που αγαπήθηκαν όσο λίγα από τους φανατικότερους των σινεφίλ.

Ενας από τους πατέρες του νεορεαλισμού, εντός του οποίου αναζήτησε μια μεταφυσική συχνότητα που σπάνια συναντάς σήμερα στον κινηματογράφο, ο Ολμι έχει έτοιμη την τελευταία του ταινία, με τίτλο «Torneranno I Prati». Προβάλλεται στο Panorama του Φεστιβάλ Βερολίνου και θα χωνόταν σίγουρα στο Διαγωνιστικό αν δεν είχε προβληθεί ήδη στη χώρα της.

Πρόκειται για ένα σπάνιας ευαισθησίας διαμάντι, ένα μικρό σε διάρκεια φιλμ (μόλις 80 λεπτών) που όμως κουβαλά μέσα του έναν βαθύ υπαρξιστικό στοχασμό, αλλά και μια σοφία που θυμίζει τις τελευταίες ταινίες του Κουροσάβα. Μια ταινία για μια ιστορία την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, την οποία ο σκηνοθέτης έμαθε από τον πατέρα του. Ο ίδιος ο Ολμι απουσιάζει από το Βερολίνο. «Ακούγεται πως δεν είναι καθόλου καλά» μου λένε οι ιταλοί συνάδελφοί μου, και σκύβουν το κεφάλι, στενοχωρημένοι για τη νοσηλεία του Ολμι στη Ρώμη εξαιτίας του καρκίνου.

ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ. Η τεχνολογία, τελικά, μας φέρνει κοντά. Η φωνή του στο τηλέφωνο ακούγεται κουρασμένη αλλά χαμογελαστή: «Λυπάμαι που δεν μπορώ να σας συναντήσω. Περιμένω να περάσουν αυτές οι ημέρες, ελπίζω να μην είναι αυτό το τέρμα του δρόμου, δεν θέλω να σταματήσω να κάνω σινεμά». Αναρωτιέμαι αν το σινεμά είναι η ζωή –και έρχεται η αποστομωτική απάντηση: «Οχι ζωή. Ερωτας! Κάθε φορά που κάνεις μια ταινία ερωτεύεσαι από την αρχή. Εχεις μια σκέψη που γίνεται προαίσθημα και μετά αυτό το προαίσθημα γίνεται πραγματικότητα».

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ. Παραδόξως, η νέα του ταινία ξεκίνησε από μια πρόταση ενός παραγωγού. «Κάποιος μου είπε, έλα, διάβασε αυτό το σενάριο, μπορεί να σε ενδιαφέρει. Και ξεκινώντας να μελετώ αυτή την ιστορία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σκέφτηκα αμέσως τον πατέρα μου, τις δικές του αφηγήσεις από εκείνα τα χρόνια. Διαπράξαμε μεγάλη προδοσία απέναντι στα νέα αυτά παιδιά που έδωσαν τη ζωή τους στο μέτωπο. Δεν τους είπαμε ποτέ γιατί πέθαναν. Ποτέ! Ούτε μία εξήγηση! Γιατί το κάναμε αυτό;».

Ο Ερμάνο Ολμι δεν έχει κάποια απάντηση να δώσει. «Ηταν δεκαεννιά χρόνων όταν κατετάγη, και ποτέ του δεν ξεπέρασε αυτό το βαθύ τραύμα. Συχνά, εγώ κι ο αδελφός μου, τον βλέπαμε να κλαίει».

Ο σκηνοθέτης κλείνει την κουβέντα με μια ευχή: «Ξέρετε, αυτές τις ημέρες μνημονεύουμε τα 100 χρόνια (σ.σ.: 101 πλέον) που πέρασαν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά δεν έχουμε ξεπεράσει ακόμη την υποκρισία και τη δειλία μας. Μείναμε ουδέτεροι. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη προδοσία από την ουδετερότητα. Ο Καμί είχε γράψει πως αν θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο πρέπει πρώτα να αλλάξεις κι εσύ ο ίδιος. Οι εορτασμοί της επετείου των 100 αυτών ετών ίσως οδηγήσουν κάποιους από τους ιθύνοντες να απολογηθούν. Θα είναι μια καλή αρχή».

Απέναντί μου οι δυο πρωταγωνιστές του φιλμ, ο Κλάουντιο Σανταμαρία (γνωστός και για τη συμμετοχή του στο «Καζινό Ρουαγιάλ») και ο νεαρότερος Αλεσάντρο Σπερντούτι, εμφανώς συγκινημένοι από την εμπειρία των γυρισμάτων του φιλμ, ιδίως ο πρώτος. Εχει τους λόγους του: «Την πρώτη ημέρα των γυρισμάτων ο Ολμι μου είπε: “Κλάουντιο, ξέχνα χειρονομίες, πόζες και στησίματα, κανείς δεν έχει μυαλό γι’ αυτά, όταν ξέρει πως από στιγμή σε στιγμή μπορεί να χάσει τη ζωή του. Το μόνο που κάνει είναι να βλέπει και να ακούει. Και το μόνο που θέλω από εσένα είναι να κοιτάζεις τους ηθοποιούς στα μάτια και να πιστέψω πως τους ακούς κιόλας. Αν όχι, δεν έχουμε ταινία”.

Φυσικά, αναγκάστηκα να πετάξω ό,τι είχα μάθει όλα αυτά τα χρόνια. Το ίδιο και οι ηθοποιοί του υπόλοιπου καστ. Ξαφνικά, στη μέση μιας σκηνής, σπάγαμε, κλαίγαμε και δεν ξέραμε το γιατί. Και ο Ολμι χαμογελούσε».