Η πρόσφατη υποχώρηση στις τιμές του πετρελαίου είναι πιθανό να έχει μια μεγάλη, εν πολλοίς θετική επίδραση στην παγκόσμια οικονομία. Πράγματι, εάν οι κυβερνήσεις εκμεταλλευτούν τις χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου για να εφαρμόσουν κρίσιμες μεταρρυθμίσεις στην ενεργειακή πολιτική, τα οφέλη μπορεί να βελτιώσουν σημαντικές δομές των οικονομιών τους.

Οι τιμές του πετρελαίου αναμένεται ότι θα παραμείνουν για παρατεταμένη περίοδο στα επίπεδα των 60-75 δολαρίων το βαρέλι –ανεξάρτητα από τη ζήτηση –λόγω του νέου παίκτη στην αγορά ενέργειας που είναι το σχιστολιθικό πετρέλαιο.

Βραχυπρόθεσμα, η μείωση των τιμών του πετρελαίου δημιουργεί μεγάλες προκλήσεις για όσους είχαν επενδύσει σε επέκταση της παραγωγής όταν οι τιμές βρίσκονταν ψηλά και τώρα βρίσκονται αντιμέτωποι με μεγάλα προβλήματα. Ακόμη, οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου οδηγούν σε υπερβολική κατανάλωση. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κατανάλωσης αυτής για το περιβάλλον θα επιδεινωθούν από τη μείωση των κινήτρων για να γίνουν επενδύσεις σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας. Οι κυβερνήσεις πρέπει να αναγνωρίσουν τους κινδύνους αυτούς και να εφαρμόσουν πολιτικές για τους μετριάσουν. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διοχετεύσουν χρήματα που εξοικονομούν από το πετρέλαιο σε στοχευμένα προγράμματα με στόχο την παροχή βοήθειας για τη μείωση της φτώχειας. Θα πρέπει επίσης να ενσωματώσουν στα φορολογικά τους συστήματα κίνητρα για να αυξηθούν οι καινοτομίες και οι επενδύσεις σε καθαρές μορφές ενέργειας.

Με τη σωστή προσέγγιση, η σημερινή μεταβλητότητα στις τιμές του πετρελαίου μπορεί να αποδειχτεί σε κρίσιμο σημείο καμπή στον δρόμο για ένα πιο διατηρήσιμο μέλλον, το οποίο θα χαρακτηρίζεται από ευημερία για όλους και πραγματική πρόοδο στις προσπάθειες για μείωση της φτώχειας. Είναι ξεκάθαρο ποια κατεύθυνση πρέπει να ακολουθήσουμε.

Ο Κάουσικ Μπασού είναι αντιπρόεδρος και επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας και καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Cornell.

Η Σρι Μουλιάνι Ιντραουάτι είναι γενική διευθύντρια της Παγκόσμιας Τράπεζας. Εχει διατελέσει υπουργός Οικονομικών της Ινδονησίας από το 2005 έως το 2010.