Αμελητέα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η καριέρα της Πηνελόπης Τσιλίκα, μιας νεαρής ηθοποιού που πέρασε στη Νομική για να ακολουθήσει τελικά έναν άλλο δρόμο. Ξεκίνησε μάλλον παρορμητικά, όπως λέει και η ίδια, καθώς δεν είχε σκεφτεί ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί με το θέατρο. Τόσο απλά, αποφάσισε μια ημέρα να δώσει εξετάσεις στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και πέρασε. «Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν δεν είχα περάσει. Κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Είχα φερθεί έξυπνα και δεν το είχα πει σε κανέναν. Οταν το έμαθε η μητέρα μου, δεν της άρεσε και πολύ, όπως ήταν αναμενόμενο, στη συνέχεια όμως συμφιλιώθηκε με την ιδέα και πλέον με στηρίζει πολύ» λέει η Πηνελόπη.
Τη συνεργασία της με τον Παντελή Βούλγαρη την κρατάει πολύ στην καρδιά της και τη θυμάται με αγάπη. Η «Μικρά Αγγλία» –βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη –ήταν η πρώτη της δουλειά και θεωρεί ότι ήταν μεγάλη τύχη και μεγάλο δώρο να ερμηνεύσει τον ρόλο της Ορσα.
«Δεν ξέρω κατά πόσο η ποιότητα των παραστάσεων θα μας βγάλει από το Μνημόνιο, αλλά μπορώ να πω ότι βλέπω έναν πολύ ζωντανό χειμώνα να έρχεται. Μακάρι αυτό να συναντηθεί και με άλλες εξελίξεις». Κατά τη γνώμη της, σπανίως η δουλειά του ηθοποιού αντιμετωπίζεται ως μια δουλειά που αξίζει να αποφέρει χρήματα. Είναι η αγάπη και ο ενθουσιασμός που έχουν οι νέοι αλλά και οι μεγαλύτεροι ηθοποιοί, αυτά που κρατάνε μια θεατρική σεζόν τόσο ζωντανή. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει μια πολύ ζωντανή θεατρική παραγωγή.
Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζεται με τον Μάξιμο Μουμούρη. Η πρώτη ήταν στη «Μικρά Αγγλία» και τώρα στο επικό δράμα «Ατλαζένιο γοβάκι» του Πολ Κλοντέλ, σε σκηνοθεσία Εφης Θεοδώρου –που ανέβηκε στις 30 και 31 Ιουλίου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.
Ηταν ένα τεράστιο εγχείρημα, ένα μεγάλο, υπό πολλές έννοιες, έργο. Ηταν ένα κείμενο που η ίδια δεν είχε ξανασυναντήσει, ούτε ως αναγνώστρια, οπότε ήταν πολύ ενδιαφέρον που ασχολήθηκε με αυτό. «Προσπαθήσαμε να κάνουμε μια διασκευή και να μείνουμε πιστοί στην ουσία του έργου και από τις έντεκα ώρες που θα μπορούσε να έχει παρασταθεί, καταφέραμε να κάνουμε μια παράσταση τεσσάρων ωρών, η οποία ευτυχώς κράτησε το ενδιαφέρον και νομίζω μετέφερε την ουσία της ιστορίας» λέει η Πηνελόπη.
Στο Εθνικό ξεκινάει πρόβες μαζί με τη Μαρία Σκουλά, τη Μαρία Καλιμάνη και την Ηρώ Μπέζου στα μέσα Σεπτεμβρίου. Το έργο θα ανέβει τον Νοέμβριο και η ίδια αισθάνεται απόλυτη εμπιστοσύνη στα έμπειρα χέρια του δασκάλου της, Ακύλλα Καραζήση.
Παράλληλα με την προετοιμασία του ρόλου κάνει και μαθήματα για τσέλο. Γιατί τσέλο; Είναι μέρος κάποιου ρόλου στο έργο; Οχι, απλά είναι ένα όργανο που της αρέσει πολύ. «Καθετί που κάνουμε με κάποιον τρόπο αντανακλάται κάπως και στη δουλειά μας» συμπληρώνει. «Είμαστε τόσο μοναδικοί, ο καθένας είναι το δικό του προσωπικό όργανο. Νομίζω, δεν έχει κανένα νόημα και κανένα αποτέλεσμα να προσπαθείς να πας κοντά σε κάποιον άλλον, παρά μόνο στον δικό σου προσωπικό τρόπο για να πεις κάποια λόγια ή να παίξεις έναν ρόλο. Εγώ προσωπικά διαβάζω πολύ και προσπαθώ πάντα να αντιμετωπίζω το αντικείμενό μας συλλογικά».
Τι επιλέγει ανάμεσα στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο και το θέατρο; Κανένα από τα τρία. «Το θέατρο είναι πολύ όμορφο, γιατί είναι μια ζωντανή εμπειρία για όλους. Και για τους ηθοποιούς και για τους θεατές. Κάθε μέρα, κάθε παράσταση είναι ένα ξεχωριστό γεγονός, το οποίο με το χειροκρότημα του κόσμου έχει εξαφανιστεί. Αντίθετα, στο σινεμά θα υπάρχει πάντα το αποτέλεσμα αυτών των δύο ή τριών μηνών της δουλειάς που έχεις κάνει. Για την τηλεόραση, το θετικό της είναι ότι είναι ένα μέσο προσιτό σε όλους, πράγμα που αν αντιμετωπιστεί σωστά μπορεί να κάνει θαύματα».