Εν μέσω των καλά ζυγισμένων φράσεων και των απροσδόκητων μεταφορών του, ο Τσίβερ, σαν άλλος Κίρκεγκορ, μοιάζει να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του ως ένα είδος λάθους, προϊόν του προπατορικού αμαρτήματος. Ριζωμένοι στα προάστια, ξεριζωμένοι στη μεγαλούπολη ή έγκλειστοι, οι ήρωές του είναι έρμαια της ζωής, σκοτεινοί, μοναχικοί, ενίοτε διεφθαρμένοι. Και όμως ο Τσίβερ δεν είναι στωικός. Πιστεύει στην προσωπική λύτρωση, στα ανοιχτά ενδεχόμενα της ζωής. Η πραγματικότητα δίνεται στο «Φάλκονερ» και αλλού ιμπρεσιονιστικά, ενώ η τελευταία παράγραφος αντανακλά μια διονυσιακού τύπου υπέρβαση.