Στον Πειραιά, από τη θύρα 9 φεύγουν τα ταχύπλοα για Αργοσαρωνικό, από την 7 για Κυκλάδες από την 1 τα μεγάλα καράβια για Κρήτη… Και μετά αρχίζει το καλοκαίρι εκτός των θυρών της μεγάλης φυγής. Μετά είναι το Κερατσίνι, η Δραπετσώνα, η Πειραϊκή. Από τη μια μεριά του μεγάλου κόλπου της Αττικής, η εσχάτως επονομαζόμενη αθηναϊκή Ριβιέρα, που φτάνει μέχρι το Σούνιο. Από την άλλη, η πειραϊκή Μαλεκόν –η παραλία της Αβάνα. Δυο κόσμοι χωριστά, μια θάλασσα κοινή που δεν θα τους ενώσει ποτέ όμως.

Εδώ τα μπάνια του λαού είναι υποσημείωση στην ατζέντα των κοινωνικών αγώνων και αγωνιών. Κολύμπι με φόντο τους λέβητες και τις υψικάμινους της βιομηχανικής ζώνης. Μια τόση δα γαλάζια καλοκαιρινή χαρά, ζωγραφισμένη σε μόνιμα φθινοπωρινό καναβάτσο. Για να φτάσεις στη θάλασσα, περνάς σε ένα σημείο από μια στοά εγκαταλειμμένου εργοστασίου. Στο πανό με το οποίο «Ο δήμαρχος και οι δημότες του Κερατσινίου και της Δραπετσώνας σάς καλωσορίζουν στην ελεύθερη παραλία» γράφει από κάτω «με διαρκή αγώνα κερδίζουμε την καλύτερη ποιότητα της ζωής μας». Η κυρία Ντίνα πάντα εδώ έκανε μπάνιο όμως. Δεν περίμενε να ανοίξει επίσημα η παραλία. «Τώρα λένε ότι καθάρισαν τα νερά αλλά και τόσα χρόνια που ήταν βρώμικα, τίποτα δεν πάθαμε» μονολογεί σαν να υπερασπίζεται τη δική της θάλασσα, σ’ αυτήν που κάνει μπάνιο σαράντα χρόνια τώρα, όπως λέει. Είναι απροσδιορίστου ηλικίας. Από 50 μέχρι και 70 μπορεί. Πρέπει να υπήρξε όμορφη. Και φαίνεται πολύ γυμνασμένη. Φορά ένα μαγιό από χοντρό, ελαστικό ύφασμα που κάποτε ήταν πολύ της μόδας, αλλά έχω να το δω live από τις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Εδώ οι διακοπές είναι αφηρημένη έννοια για πολλούς. Οχι μόνο για το κόστος. Αλλά γιατί ακόμη και σε εποχές που μπορούσαν να αντέξουν τα έξοδα τις θεωρούν ανεπίτρεπτη πολυτέλεια διαβίωσης. Ο κύριος Απόστολος (με μαγιό-σωβράκα, φανέλα και πολύ εξαντρίκ γυαλιά με λευκό σκελετό) δεν έχει πάει ποτέ διακοπές. Σχεδόν! «Πήγαμε μια φορά στη Ρόδο με την κυρά, με τα κουπόνια Κοινωνικού Τουρισμού. Δεν βαριέσαι. Πιο μεγάλη ήταν η ταλαιπωρία παρά η χαρά». Κοίτα να δεις που χρησιμοποιεί έτσι αβίαστα τη λέξη χαρά. Ούτε απόλαυση, ούτε ευχαρίστηση. Τώρα που είναι συνταξιούχος έρχεται κάθε μέρα για μπάνιο. Είναι μόνο δέκα λεπτά από το σπίτι του. Παίρνει μαζί του και το τρανζιστοράκι. «Να ακούμε ειδήσεις, τι μέτρα θα μας πάρουν πάλι οι μπαγάσηδες, μέχρι να μας τα πάρουν μια και καλή για το φέρετρο».

«Κυρία, μην το ψάχνεις» μπαίνει στην κουβέντα μόλις μυρίζεται δημοσιογράφο μια σαραντάρα, προφανώς Ρομά, που θέλει επιμελώς να κρύψει την καταγωγή της. «Εδώ μπορούμε, εδώ ερχόμαστε. Αν είχαμε λεφτά, θα πηγαίναμε αλλού». «Καλά, εσύ του χρόνου να πας στη Μύκονο να παριστάνεις τη Βίσση» της λέει η φίλη της και την τραβάει να φύγουνε.

Το τρανζιστοράκι του κυρίου Απόστολου δεν είναι το μόνο σε αυτές τις παραλίες. Είδα κι άλλα όπως επίσης και ένα ραδιοκασετόφωνο –γουρούνα. Το δωρεάν WiFi που έταξε παντού πέρυσι ο πρωθυπουργός εδώ θα είναι δώρον – άδωρον. Δεν παίζει κανένας με το τάμπλετ του, ούτε καν με το κινητό του. Δεν έχει τέτοια εδώ. Ούτε μυθιστορήματα της Χρυσηίδας Δημουλίδου. Ούτε μυρίζει αντηλιακό καρύδα και ντάκιουρι φράουλα. Εδώ μυρίζει ανθρωπίλα. Πού και πού και γεμιστά. Τελικά ο Μπιθικώτσης μάλλον δεν τα είπε καλά. Στη Δραπετσώνα έχουν ακόμη ζωή. Τουλάχιστον δίπλα στην παραλία.